ἀρχαϊκός: Difference between revisions
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → Nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=archaikos | |Transliteration C=archaikos | ||
|Beta Code=a)rxai+ko/s | |Beta Code=a)rxai+ko/s | ||
|Definition=([[ἀρχαιϊκός]] interpol. in Phryn.28), ή, όν, < | |Definition=([[ἀρχαιϊκός]] interpol. in Phryn.28), ή, όν, [[old-fashioned]], in manners, etc., ἀρχαϊκὰ φρονεῖν Ar.''Nu.''821; ἐν τοῖς δ' ἐκείνων ἔθεσιν ἴσθ' ἀρχαϊκός Antiph.44; of literary style, [[Dionysius of Halicarnassus|D.H.]]''[[De Compositione Verborum|Comp.]]''22: Sup., Plu. 2.238c; <b class="b3">τὰ Ἀρχαϊκά</b>, title of work by Epicurus, [[Juvenilia]], Phld.''Sto. Herc.''339.17. Adv. [[ἀρχαϊκῶς]] [[Aristotle|Arist.]]''[[Metaphysics|Metaph.]]''1089a2; <b class="b3">ἀ. ἔχειν τοῖς σχήμασι</b> ''Chron.Lind.''B.90; [[stupidly]], Aristid.1.482 J. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=(ἀρχᾱϊκός) -ή, -όν<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> tb. ἀρχαιικός Ar.<i>Nu</i>.821 (cf. [[ἀρχαιϊκὸν]] καὶ πάντα τὰ τοιαῦτα διὰ τῶν δύο ῑῑ Phryn.<i>PS</i> 38.30)<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>en cont. posit. [[antiguo]] τοῖς δὲ συνειθισμένοις τῶν ἀρχαϊκῶν τρόπων a los acostumbrados a los antiguos modos (de composición)</i>, Aristox.<i>Harm</i>.29.18, ἀρχαϊκὸν ἦν τὸ τοιοῦτον τῆς ἀγωγῆς γένος Polem.Hist.<i>Fr</i>.61, τὸ ἀρχαϊκὸν ἐκεῖνο (κάλλος) καὶ αὐστηρόν D.H.<i>Comp</i>.22.12, ([[αἰτία]]) τῆς ἀρχαϊκῆς ἁπλότητος οἱκεία (causa) propia de la simplicidad antigua</i> [[Diodorus Siculus|D.S.]]1.86, de pers. τὸν Τέρπανδρον ἀρχαϊκώτατον ὄντα καὶ [[ἄριστον]] τῶν ... κιθαρῳδῶν Plu.2.238c<br /><b class="num">•</b>subst. τὰ ἀρχαϊκά [[escritos tempranos]] de las obras juveniles de Epicuro, Phld.<i>Sto</i>.11.5.<br /><b class="num">2</b> en cont. peyor. [[viejo]], [[anticuado]], [[superado]] παιδάριον εἶ καὶ φρονεῖς ἀρχαιικά Ar.l.c., ἐν τοῖς δ' ἐκείνων ἔθεσιν ἴσθ' ἀ. con las costumbres de aquéllos (los lacedemonios), sé tú (también) anticuado</i> Antiph.44.6, δοκεῖ ... ἀρχαϊκώτερος ὁ ... νόμος εἶναι Thphr.<i>De elig.magistr</i>.B19, πᾶσα θεολογία ἀρχαϊκη toda religión primitiva</i> Str.1.2.8<br /><b class="num">•</b>esp. de estatuas [[arcaico]] Ἀπόλλωνας ξυλίνους ἀρχαιικούς <i>ID</i> 1428.2.50 (II a.C.), cf. 1426B.1.42 (II a.C.), (ἀνδριὰς) [[ἁπλοῦς]] καὶ ἀ. τῇ ἐργασίᾳ Plu.<i>Publ</i>.19.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς<br /><b class="num">1</b> en cont. posit. [[a la manera antigua]], [[como en los viejos tiempos]] ἀ. καὶ φιλανθρώπως ὁμιλοῦντες [[Diodorus Siculus|D.S.]]13.83, [[ἐάν]] τις ἀ. τινος αὐλοῦντος ἀκούσῃ Plu.2.1135b.<br /><b class="num">2</b> en cont. peyor. [[de manera anticuada, superada]] ἀπορῆσαι Arist.<i>Metaph</i>.1089<sup>a</sup>2<br /><b class="num">•</b>[[estúpidamente]] ἀ. ἀμφότεροι καὶ φαύλως ὑπήχθημεν Aristid.<i>Or</i>.9.21<br /><b class="num">•</b>de relieves, c. ἔχω [[ser arcaico]] πάντες ἀ. ἔχοντες τοῖ<ς> σχήμασι <i>Lindos</i> 2B.90. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0364.png Seite 364]] für ἀρχαιϊκός, alterthümlich, altväterisch in Tracht u. Sitte, ἐν τοῖς ἤθεσιν, Antiphan. Ath. IV, 143 a; Plut.; ἀρχαϊκὰ φρονεῖν Ar. Nub. 811. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0364.png Seite 364]] für ἀρχαιϊκός, alterthümlich, altväterisch in Tracht u. Sitte, ἐν τοῖς ἤθεσιν, Antiphan. Ath. IV, 143 a; Plut.; ἀρχαϊκὰ φρονεῖν Ar. Nub. 811. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />[[antique]], [[archaïque]], [[suranné]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀρχαῖος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀρχᾱϊκός:''' [[старинный]], [[древний]] Arph., Diod., Plut. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀρχᾱϊκός''': (ἢ ἀρχαιϊκὸς κατὰ τὸν Φρύν.), ή, όν, ὁ ἔχων ἢ μιμούμενος τρόπους ἀπηρχαιωμένους κατὰ τὸν ἱματισμόν, τὸ [[ἦθος]], τὰς σκέψεις καὶ τὴν γλῶσσαν, ἀρχαϊκὰ φρονεῖν Ἀριστοφ. Νεφ. 821· ἐν Λακεδαίμονι γέγονας; ἐκείνων τῶν νόμων [[μεθεκτέον]] ἐστίν... ἐν τοῖς δ’ ἐκείνων ἔθεσιν ἴσθ’ ἀρχαϊκὸς Ἀντιφάν. ἐν «Ἄρχοντι» 1. ― Ἐπίρρ. -κῶς Ἀριστ. Μεταφ. 13. 2, 5, [[ἔνθα]] ἴδε Bondz. ― Πρβλ. [[ἀρχαῖος]] Ι. 2, [[Κρονικός]]. | |lstext='''ἀρχᾱϊκός''': (ἢ ἀρχαιϊκὸς κατὰ τὸν Φρύν.), ή, όν, ὁ ἔχων ἢ μιμούμενος τρόπους ἀπηρχαιωμένους κατὰ τὸν ἱματισμόν, τὸ [[ἦθος]], τὰς σκέψεις καὶ τὴν γλῶσσαν, ἀρχαϊκὰ φρονεῖν Ἀριστοφ. Νεφ. 821· ἐν Λακεδαίμονι γέγονας; ἐκείνων τῶν νόμων [[μεθεκτέον]] ἐστίν... ἐν τοῖς δ’ ἐκείνων ἔθεσιν ἴσθ’ ἀρχαϊκὸς Ἀντιφάν. ἐν «Ἄρχοντι» 1. ― Ἐπίρρ. -κῶς Ἀριστ. Μεταφ. 13. 2, 5, [[ἔνθα]] ἴδε Bondz. ― Πρβλ. [[ἀρχαῖος]] Ι. 2, [[Κρονικός]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀρχᾱϊκός:''' -ή, -όν ([[ἀρχαῖος]]), [[παλιομοδίτικος]], απαρχαιωμένος, [[αρχέγονος]], <i>ἀρχαϊκὰ φρονεῖν</i>, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''ἀρχᾱϊκός:''' -ή, -όν ([[ἀρχαῖος]]), [[παλιομοδίτικος]], απαρχαιωμένος, [[αρχέγονος]], <i>ἀρχαϊκὰ φρονεῖν</i>, σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Latest revision as of 07:56, 27 March 2024
English (LSJ)
(ἀρχαιϊκός interpol. in Phryn.28), ή, όν, old-fashioned, in manners, etc., ἀρχαϊκὰ φρονεῖν Ar.Nu.821; ἐν τοῖς δ' ἐκείνων ἔθεσιν ἴσθ' ἀρχαϊκός Antiph.44; of literary style, D.H.Comp.22: Sup., Plu. 2.238c; τὰ Ἀρχαϊκά, title of work by Epicurus, Juvenilia, Phld.Sto. Herc.339.17. Adv. ἀρχαϊκῶς Arist.Metaph.1089a2; ἀ. ἔχειν τοῖς σχήμασι Chron.Lind.B.90; stupidly, Aristid.1.482 J.
Spanish (DGE)
(ἀρχᾱϊκός) -ή, -όν
• Alolema(s): tb. ἀρχαιικός Ar.Nu.821 (cf. ἀρχαιϊκὸν καὶ πάντα τὰ τοιαῦτα διὰ τῶν δύο ῑῑ Phryn.PS 38.30)
I 1en cont. posit. antiguo τοῖς δὲ συνειθισμένοις τῶν ἀρχαϊκῶν τρόπων a los acostumbrados a los antiguos modos (de composición), Aristox.Harm.29.18, ἀρχαϊκὸν ἦν τὸ τοιοῦτον τῆς ἀγωγῆς γένος Polem.Hist.Fr.61, τὸ ἀρχαϊκὸν ἐκεῖνο (κάλλος) καὶ αὐστηρόν D.H.Comp.22.12, (αἰτία) τῆς ἀρχαϊκῆς ἁπλότητος οἱκεία (causa) propia de la simplicidad antigua D.S.1.86, de pers. τὸν Τέρπανδρον ἀρχαϊκώτατον ὄντα καὶ ἄριστον τῶν ... κιθαρῳδῶν Plu.2.238c
•subst. τὰ ἀρχαϊκά escritos tempranos de las obras juveniles de Epicuro, Phld.Sto.11.5.
2 en cont. peyor. viejo, anticuado, superado παιδάριον εἶ καὶ φρονεῖς ἀρχαιικά Ar.l.c., ἐν τοῖς δ' ἐκείνων ἔθεσιν ἴσθ' ἀ. con las costumbres de aquéllos (los lacedemonios), sé tú (también) anticuado Antiph.44.6, δοκεῖ ... ἀρχαϊκώτερος ὁ ... νόμος εἶναι Thphr.De elig.magistr.B19, πᾶσα θεολογία ἀρχαϊκη toda religión primitiva Str.1.2.8
•esp. de estatuas arcaico Ἀπόλλωνας ξυλίνους ἀρχαιικούς ID 1428.2.50 (II a.C.), cf. 1426B.1.42 (II a.C.), (ἀνδριὰς) ἁπλοῦς καὶ ἀ. τῇ ἐργασίᾳ Plu.Publ.19.
II adv. -ῶς
1 en cont. posit. a la manera antigua, como en los viejos tiempos ἀ. καὶ φιλανθρώπως ὁμιλοῦντες D.S.13.83, ἐάν τις ἀ. τινος αὐλοῦντος ἀκούσῃ Plu.2.1135b.
2 en cont. peyor. de manera anticuada, superada ἀπορῆσαι Arist.Metaph.1089a2
•estúpidamente ἀ. ἀμφότεροι καὶ φαύλως ὑπήχθημεν Aristid.Or.9.21
•de relieves, c. ἔχω ser arcaico πάντες ἀ. ἔχοντες τοῖ<ς> σχήμασι Lindos 2B.90.
German (Pape)
[Seite 364] für ἀρχαιϊκός, alterthümlich, altväterisch in Tracht u. Sitte, ἐν τοῖς ἤθεσιν, Antiphan. Ath. IV, 143 a; Plut.; ἀρχαϊκὰ φρονεῖν Ar. Nub. 811.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
antique, archaïque, suranné.
Étymologie: ἀρχαῖος.
Russian (Dvoretsky)
ἀρχᾱϊκός: старинный, древний Arph., Diod., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχᾱϊκός: (ἢ ἀρχαιϊκὸς κατὰ τὸν Φρύν.), ή, όν, ὁ ἔχων ἢ μιμούμενος τρόπους ἀπηρχαιωμένους κατὰ τὸν ἱματισμόν, τὸ ἦθος, τὰς σκέψεις καὶ τὴν γλῶσσαν, ἀρχαϊκὰ φρονεῖν Ἀριστοφ. Νεφ. 821· ἐν Λακεδαίμονι γέγονας; ἐκείνων τῶν νόμων μεθεκτέον ἐστίν... ἐν τοῖς δ’ ἐκείνων ἔθεσιν ἴσθ’ ἀρχαϊκὸς Ἀντιφάν. ἐν «Ἄρχοντι» 1. ― Ἐπίρρ. -κῶς Ἀριστ. Μεταφ. 13. 2, 5, ἔνθα ἴδε Bondz. ― Πρβλ. ἀρχαῖος Ι. 2, Κρονικός.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἀρχαϊκός, -ή, -όν) αρχαίος
αυτός που μιμείται ή θυμίζει τους αρχαίους στη γλώσσα, στις σκέψεις ή στο ντύσιμο
νεοελλ.
εκείνος που ανήκει στους προκλασικούς χρόνους (7ο και 6ο π.Χ. αιώνα).
Greek Monotonic
ἀρχᾱϊκός: -ή, -όν (ἀρχαῖος), παλιομοδίτικος, απαρχαιωμένος, αρχέγονος, ἀρχαϊκὰ φρονεῖν, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
ἀρχαῖος
old-fashioned, antiquated, primitive, ἀρχαϊκὰ φρονεῖν Ar.