ἠμαθόεις: Difference between revisions

From LSJ

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=imathoeis
|Transliteration C=imathoeis
|Beta Code=h)maqo/eis
|Beta Code=h)maqo/eis
|Definition=εσσα, εν (or <b class="b3">-όεις, εν</b> if [[Πύλος]] (q.v.) be fem.), Ep. for <b class="b3">ἀμ-,</b> (ἄμαθος) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[sandy]], epith. of the Elean Pylos, Πύλον ἠμαθόεντα <span class="bibl">Od.1.93</span>,al., <span class="bibl">Hes.<span class="title">Sc.</span>360</span>: generally ἠμαθόεσσα ἠϊών <span class="bibl">A.R.1.932</span>. (Deriv. from the name of a river by <span class="bibl">Str.8.3.14</span>.)</span>
|Definition=ἠμαθόεσσα, ἠμαθόεν (or <b class="b3">-όεις, εν</b> if [[Πύλος]] ([[quod vide|q.v.]]) be fem.), Ep. for <b class="b3">ἀμ-,</b> ([[ἄμαθος]]) [[sandy]], [[epithet]] of the Elean Pylos, Πύλον ἠμαθόεντα Od.1.93,al., Hes.''Sc.''360: generally ἠμαθόεσσα ἠϊών A.R.1.932. (Deriv. from the name of a river by Str.8.3.14.)
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1164.png Seite 1164]] εσσα, εν, ep. statt ἀμαθόεις von [[ἄμαθος]],<b class="b2"> sandig</b>; so heißt bei Hom., wie Hes. Sc. 360, Nestors Pylos, das am Meere lag, von den Dünen des Meeres, wie der Schol. Il. 2, 77 [[παραθαλάσσιος]] erkl.; doch leiteten es die Alten auch von dem dabei fließenden Flüßchen Ἄμαθος ab, Strab. VIII, 344, der bemerkt, daß das Land nicht sandig sei. In allen diesen Stellen steht die maskulinische Form [[ἠμαθόεις]]; das fem. hat Ap. Rh., ἠμαθόεσσαν ἠϊόνα 1, 932.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1164.png Seite 1164]] εσσα, εν, ep. statt ἀμαθόεις von [[ἄμαθος]], [[sandig]]; so heißt bei Hom., wie Hes. Sc. 360, Nestors Pylos, das am Meere lag, von den Dünen des Meeres, wie der Schol. Il. 2, 77 [[παραθαλάσσιος]] erkl.; doch leiteten es die Alten auch von dem dabei fließenden Flüßchen Ἄμαθος ab, Strab. VIII, 344, der bemerkt, daß das Land nicht sandig sei. In allen diesen Stellen steht die maskulinische Form [[ἠμαθόεις]]; das fem. hat Ap. Rh., ἠμαθόεσσαν ἠϊόνα 1, 932.
}}
{{bailly
|btext=όεσσα <i>ou</i> όεις, όεν;<br />[[sablonneux]].<br />'''Étymologie:''' ion. p. *ἀμαθόεις de [[ἄμαθος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἠμᾰθόεις:''' όεσσα, όεν ион. песчаный ([[Πύλος]] Hom., Hes.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἠμᾰθόεις''': εσσα, εν, Ἐπ. ἀντὶ ἀμ- ([[ἄμαθος]]), [[ἀμμώδης]], παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπίθ. τῆς ἐν Ἤλιδι Πύλου, Πύλοιο ἠμαθόεντος, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. 360· [[ὥστε]] ἂν ἡ Πύλος εἶνε θηλ. (ὡς ἐν Ἀπολλοδ. 2. 7, 2). τὸ ἐπίθ. πρέπει νὰ θεωρηθῇ δικατάληκτον [[ἠμαθόεις]], -όεν. Ὁ Στράβ. (344) παράγει τὴν λέξ. ἐκ τοῦ ποταμοῦ Ἀμάθου, [[διότι]] ἡ Ἦλις δὲν [[εἶναι]] [[ἀμμώδης]], ἀλλ’ ἡ Πύλος δὲν ἀπεῖχε τῆς ἀκτῆς, καὶ τὸ ἐπίθ. ἀναφέρεται εἰς τοὺς ἀμμώδεις αὐτῆς τόπους, ἴδε Σχόλ. Ἰλ. Β. 77· [[ὡσαύτως]], ἠμαθόεσσα ἠιὼν Ἀπόλλ. Ρόδ. Α. 932.
|lstext='''ἠμᾰθόεις''': εσσα, εν, Ἐπ. ἀντὶ ἀμ- ([[ἄμαθος]]), [[ἀμμώδης]], παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπίθ. τῆς ἐν Ἤλιδι Πύλου, Πύλοιο ἠμαθόεντος, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. 360· [[ὥστε]] ἂν ἡ Πύλος εἶνε θηλ. (ὡς ἐν Ἀπολλοδ. 2. 7, 2). τὸ ἐπίθ. πρέπει νὰ θεωρηθῇ δικατάληκτον [[ἠμαθόεις]], -όεν. Ὁ Στράβ. (344) παράγει τὴν λέξ. ἐκ τοῦ ποταμοῦ Ἀμάθου, [[διότι]] ἡ Ἦλις δὲν [[εἶναι]] [[ἀμμώδης]], ἀλλ’ ἡ Πύλος δὲν ἀπεῖχε τῆς ἀκτῆς, καὶ τὸ ἐπίθ. ἀναφέρεται εἰς τοὺς ἀμμώδεις αὐτῆς τόπους, ἴδε Σχόλ. Ἰλ. Β. 77· [[ὡσαύτως]], ἠμαθόεσσα ἠιὼν Ἀπόλλ. Ρόδ. Α. 932.
}}
{{bailly
|btext=όεσσα <i>ou</i> όεις, όεν;<br />sablonneux.<br />'''Étymologie:''' ion. p. *ἀμαθόεις de [[ἄμαθος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἠμᾰθόεις:''' -εσσα, -εν, Επικ. αντί <i>ἀμ-</i> ([[ἄμαθος]]), ο [[αμμώδης]], σε Όμηρ.
|lsmtext='''ἠμᾰθόεις:''' -εσσα, -εν, Επικ. αντί <i>ἀμ-</i> ([[ἄμαθος]]), ο [[αμμώδης]], σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἠμᾰθόεις:''' όεσσα, όεν ион. песчаный ([[Πύλος]] Hom., Hes.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἠμᾰθόεις, εσσα, εν [epic for ἀμᾰθόεις] [[ἄμαθος]]<br />[[sandy]], Hom.
|mdlsjtxt=ἠμᾰθόεις, εσσα, εν [epic for ἀμᾰθόεις] [[ἄμαθος]]<br />[[sandy]], Hom.
}}
}}

Latest revision as of 10:39, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠμᾰθόεις Medium diacritics: ἠμαθόεις Low diacritics: ημαθόεις Capitals: ΗΜΑΘΟΕΙΣ
Transliteration A: ēmathóeis Transliteration B: ēmathoeis Transliteration C: imathoeis Beta Code: h)maqo/eis

English (LSJ)

ἠμαθόεσσα, ἠμαθόεν (or -όεις, εν if Πύλος (q.v.) be fem.), Ep. for ἀμ-, (ἄμαθος) sandy, epithet of the Elean Pylos, Πύλον ἠμαθόεντα Od.1.93,al., Hes.Sc.360: generally ἠμαθόεσσα ἠϊών A.R.1.932. (Deriv. from the name of a river by Str.8.3.14.)

German (Pape)

[Seite 1164] εσσα, εν, ep. statt ἀμαθόεις von ἄμαθος, sandig; so heißt bei Hom., wie Hes. Sc. 360, Nestors Pylos, das am Meere lag, von den Dünen des Meeres, wie der Schol. Il. 2, 77 παραθαλάσσιος erkl.; doch leiteten es die Alten auch von dem dabei fließenden Flüßchen Ἄμαθος ab, Strab. VIII, 344, der bemerkt, daß das Land nicht sandig sei. In allen diesen Stellen steht die maskulinische Form ἠμαθόεις; das fem. hat Ap. Rh., ἠμαθόεσσαν ἠϊόνα 1, 932.

French (Bailly abrégé)

όεσσα ou όεις, όεν;
sablonneux.
Étymologie: ion. p. *ἀμαθόεις de ἄμαθος.

Russian (Dvoretsky)

ἠμᾰθόεις: όεσσα, όεν ион. песчаный (Πύλος Hom., Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

ἠμᾰθόεις: εσσα, εν, Ἐπ. ἀντὶ ἀμ- (ἄμαθος), ἀμμώδης, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπίθ. τῆς ἐν Ἤλιδι Πύλου, Πύλοιο ἠμαθόεντος, πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. 360· ὥστε ἂν ἡ Πύλος εἶνε θηλ. (ὡς ἐν Ἀπολλοδ. 2. 7, 2). τὸ ἐπίθ. πρέπει νὰ θεωρηθῇ δικατάληκτον ἠμαθόεις, -όεν. Ὁ Στράβ. (344) παράγει τὴν λέξ. ἐκ τοῦ ποταμοῦ Ἀμάθου, διότι ἡ Ἦλις δὲν εἶναι ἀμμώδης, ἀλλ’ ἡ Πύλος δὲν ἀπεῖχε τῆς ἀκτῆς, καὶ τὸ ἐπίθ. ἀναφέρεται εἰς τοὺς ἀμμώδεις αὐτῆς τόπους, ἴδε Σχόλ. Ἰλ. Β. 77· ὡσαύτως, ἠμαθόεσσα ἠιὼν Ἀπόλλ. Ρόδ. Α. 932.

English (Autenrieth)

(ἄμαθος): sandy, epithet of Pylos.

Greek Monolingual

ἠμαθόεις, -εσσα, -εν (Α)
(επικ. τ. του αμαθόεις) ο αμμώδης («Πύλον ἠμαθόεντα», Ομ. Οδ.).

Greek Monotonic

ἠμᾰθόεις: -εσσα, -εν, Επικ. αντί ἀμ- (ἄμαθος), ο αμμώδης, σε Όμηρ.

Middle Liddell

ἠμᾰθόεις, εσσα, εν [epic for ἀμᾰθόεις] ἄμαθος
sandy, Hom.