κυκύιζα: Difference between revisions
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "εῑα" to "εῖα") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κυκύϊζα]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> | |mltxt=[[κυκύϊζα]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «γλυκεῖα κολόκυντα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι γλώσσες του Ησυχίου [[κυκύϊζα]] και [[κύκυον]] [[είναι]] αβέβαιης ετυμολ. Προβληματική η σύνδεσή τους με το <i>σικυός</i> «[[αγγούρι]]». Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], συνδέονται με το λατ. <i>cucumis</i> «[[αγγούρι]]»]. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |
Latest revision as of 15:05, 27 September 2022
Greek Monolingual
κυκύϊζα (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «γλυκεῖα κολόκυντα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι γλώσσες του Ησυχίου κυκύϊζα και κύκυον είναι αβέβαιης ετυμολ. Προβληματική η σύνδεσή τους με το σικυός «αγγούρι». Κατ' άλλη άποψη, συνδέονται με το λατ. cucumis «αγγούρι»].
Frisk Etymological English
Meaning: γλυκεῖα κολόκυντα and κύκυον τὸν σικυόν H.
See also: s. σίκυος.
Frisk Etymology German
κυκύιζα: {kukúiza}
Meaning: γλυκεῖα κολόκυντα und κύκυον· τὸν σικυόν H.,
See also: s. σίκυος.
Page 2,46