νυκτερείσιος: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nyktereisios | |Transliteration C=nyktereisios | ||
|Beta Code=nukterei/sios | |Beta Code=nukterei/sios | ||
|Definition= | |Definition=νυκτερείσιον, ([[νύξ]], [[ἐρείδω]]) Com. Adj. formed like [[νυκτερήσιος]], [[sensu obsceno|sens. obsc.]], ἔργα Ar.''Th.''204. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext== [[νυκτερήσιος]], mit [[komischer]] [[Anspielung]] auf [[ἐρείδω]], Ar. <i>Thesm</i>. 204. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νυκτερείσιος:''' (игра слов, по созвучию с [[ἐρείδω]] Arph.) = [[νυκτερήσιος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 15: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νυκτερείσιος]], -ον (Α)<br />(κωμική λ.) (πιθ. εσφ. γρφ.) [[αντί]] [[νυκτερήσιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. προήλθε από το [[νυκτερήσιος]] με παρετυμολογική [[επίδραση]] του ρ. [[ἐρείδω]] [[χάριν]] λογοπαιγνίου. Η λ. μαρτυρείται στον Αριστοφάνη]. | |mltxt=[[νυκτερείσιος]], -ον (Α)<br />(κωμική λ.) (πιθ. εσφ. γρφ.) [[αντί]] [[νυκτερήσιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. προήλθε από το [[νυκτερήσιος]] με παρετυμολογική [[επίδραση]] του ρ. [[ἐρείδω]] [[χάριν]] λογοπαιγνίου. Η λ. μαρτυρείται στον Αριστοφάνη]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:14, 25 August 2023
English (LSJ)
νυκτερείσιον, (νύξ, ἐρείδω) Com. Adj. formed like νυκτερήσιος, sens. obsc., ἔργα Ar.Th.204.
German (Pape)
= νυκτερήσιος, mit komischer Anspielung auf ἐρείδω, Ar. Thesm. 204.
Russian (Dvoretsky)
νυκτερείσιος: (игра слов, по созвучию с ἐρείδω Arph.) = νυκτερήσιος.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτερείσιος: ἐσφαλ. γραφὴ ἀντὶ νυκτερήσιος, ὃ ἴδε.
Greek Monolingual
νυκτερείσιος, -ον (Α)
(κωμική λ.) (πιθ. εσφ. γρφ.) αντί νυκτερήσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. προήλθε από το νυκτερήσιος με παρετυμολογική επίδραση του ρ. ἐρείδω χάριν λογοπαιγνίου. Η λ. μαρτυρείται στον Αριστοφάνη].