παλιντοκία: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=palintokia
|Transliteration C=palintokia
|Beta Code=palintoki/a
|Beta Code=palintoki/a
|Definition=ἡ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[demand for repayment of interest]], Plu.2.295d.</span>
|Definition=ἡ, [[demand for repayment of interest]], Plu.2.295d.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0451.png Seite 451]] ἡ, das Zurück-, Wiederfordern gezahlter Zinsen, Plut. qu. gr. 18.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0451.png Seite 451]] ἡ, das Zurück-, Wiederfordern gezahlter Zinsen, Plut. qu. gr. 18.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />[[réclamation d'intérêts déjà payés]].<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], [[τόκος]].
}}
{{elru
|elrutext='''πᾰλιντοκία:''' ἡ [[требование о возврате уплаченных процентов]] Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰλιντοκία''': ἡ, τὸ λαμβάνειν [[ὀπίσω]] τοὺς τόκους οὓς [[ἄλλοτε]] ἔδωκέ τις εἰς τὸν δανειστήν, «[[τέλος]] δὲ [[δόγμα]] θέμενοι, τοὺς τόκους ἀνεπράττοντο παρὰ τῶν δανειστῶν, οὓς δεδωκότες ἐτύγχανον, παλιντοκίαν τὸ γινόμενον προσαγορεύσαντες» Πλούτ. 2. 295D. ΙΙ. [[παλιντοκία]], = [[παλιγγενεσία]], ἡ κατὰ Ἰησοῦν Ἰσίδ. Πηλουσ. 228C.
|lstext='''πᾰλιντοκία''': ἡ, τὸ λαμβάνειν [[ὀπίσω]] τοὺς τόκους οὓς [[ἄλλοτε]] ἔδωκέ τις εἰς τὸν δανειστήν, «[[τέλος]] δὲ [[δόγμα]] θέμενοι, τοὺς τόκους ἀνεπράττοντο παρὰ τῶν δανειστῶν, οὓς δεδωκότες ἐτύγχανον, παλιντοκίαν τὸ γινόμενον προσαγορεύσαντες» Πλούτ. 2. 295D. ΙΙ. [[παλιντοκία]], = [[παλιγγενεσία]], ἡ κατὰ Ἰησοῦν Ἰσίδ. Πηλουσ. 228C.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />réclamation d’intérêts déjà payés.<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], [[τόκος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[παλιντοκία]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> το να λαμβάνει [[κάποιος]] εκ νέου τον τόκο ο [[οποίος]] έχει ήδη καταβληθεί<br /><b>2.</b> η [[παλιγγενεσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τοκία</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[τόκος]] <span style="color: red;"><</span> [[τίκτω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ευ</i>-<i>τοκία</i>].
|mltxt=[[παλιντοκία]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> το να λαμβάνει [[κάποιος]] εκ νέου τον τόκο ο [[οποίος]] έχει ήδη καταβληθεί<br /><b>2.</b> η [[παλιγγενεσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τοκία</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[τόκος]] <span style="color: red;"><</span> [[τίκτω]]), [[πρβλ]]. [[ευτοκία]]].
}}
{{elru
|elrutext='''πᾰλιντοκία:''' ἡ требование о возврате уплаченных процентов Plut.
}}
}}

Latest revision as of 11:08, 10 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλιντοκία Medium diacritics: παλιντοκία Low diacritics: παλιντοκία Capitals: ΠΑΛΙΝΤΟΚΙΑ
Transliteration A: palintokía Transliteration B: palintokia Transliteration C: palintokia Beta Code: palintoki/a

English (LSJ)

ἡ, demand for repayment of interest, Plu.2.295d.

German (Pape)

[Seite 451] ἡ, das Zurück-, Wiederfordern gezahlter Zinsen, Plut. qu. gr. 18.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
réclamation d'intérêts déjà payés.
Étymologie: πάλιν, τόκος.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλιντοκία:требование о возврате уплаченных процентов Plut.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλιντοκία: ἡ, τὸ λαμβάνειν ὀπίσω τοὺς τόκους οὓς ἄλλοτε ἔδωκέ τις εἰς τὸν δανειστήν, «τέλος δὲ δόγμα θέμενοι, τοὺς τόκους ἀνεπράττοντο παρὰ τῶν δανειστῶν, οὓς δεδωκότες ἐτύγχανον, παλιντοκίαν τὸ γινόμενον προσαγορεύσαντες» Πλούτ. 2. 295D. ΙΙ. παλιντοκία, = παλιγγενεσία, ἡ κατὰ Ἰησοῦν Ἰσίδ. Πηλουσ. 228C.

Greek Monolingual

παλιντοκία, ἡ (Α)
1. το να λαμβάνει κάποιος εκ νέου τον τόκο ο οποίος έχει ήδη καταβληθεί
2. η παλιγγενεσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -τοκία (< -τόκος < τίκτω), πρβλ. ευτοκία].