τρωπάω: Difference between revisions

From LSJ

Βουλόμεθα πλουτεῖν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Ditescere omnes volumus, at non possumus → Wir wollen alle reich sein, doch wir können's nicht

Menander, Monostichoi, 64
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(άω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tropao
|Transliteration C=tropao
|Beta Code=trwpa/w
|Beta Code=trwpa/w
|Definition=poet. for [[τρέπω]], <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[turn]], [[change]], <b class="b3">ἥ τε θαμὰ τρωπῶσα χέει πολυηχέα φωνήν</b>, of the nightingale, <span class="bibl">Od.19.521</span>:—Med., [[turn oneself]], [[turn about]], πάλιν τρωπᾶσθαι <span class="bibl">Il.16.95</span>; πρὸς πόλιν <span class="bibl">Od.24.536</span>; φόβονδε <span class="bibl">Il.15.666</span>; Ep. Iterat., τρωπάσκετο φεύγειν <span class="bibl">11.568</span>; cf. <b class="b3">τρωπασκέσθω· μεταβαλλέσθω, ἐπιστρεφέσθω</b>, Hsch.</span>
|Definition=poet. for [[τρέπω]], [[turn]], [[change]], <b class="b3">ἥ τε θαμὰ τρωπῶσα χέει πολυηχέα φωνήν</b>, of the nightingale, Od.19.521:—Med., [[turn oneself]], [[turn about]], πάλιν τρωπᾶσθαι Il.16.95; πρὸς πόλιν Od.24.536; φόβονδε Il.15.666; Ep. Iterat., τρωπάσκετο φεύγειν 11.568; cf. <b class="b3">τρωπασκέσθω· μεταβαλλέσθω, ἐπιστρεφέσθω</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
{{bailly
|btext=[[τρωπῶ]] :<br />tourner, infléchir;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[τρωπάομαι]], [[τρωπῶμαι]] se tourner pour revenir, se détourner.<br />'''Étymologie:''' [[τρέπω]].
}}
{{pape
|ptext=poet. [[verstärkt]] statt [[τρέπω]], <i>[[drehen]], [[kehren]], [[wenden]], [[verändern]]</i>; [[ἥτε]] θαμὰ τρωπῶσα χέει πολυηχέα φωνήν, <i>Od</i>. 19.521, sehr [[bezeichnend]] von dem Gesange der [[Nachtigall]];<br><b class="num">Med</b>. <i>sich [[wenden]], sich [[umkehren]]</i>, [[πάλιν]] τρωπᾶσθαι, <i>Il</i>. 16.95; ὁ τὲ δὲ [[τρωπάσκετο]] φεύγειν, 11.568; πρὸς δὲ πόλιν τρωπῶντο, <i>Od</i>. 24.536.
}}
{{elru
|elrutext='''τρωπάω:''' [intens. к [[τρέπω]] поворачивать: (Ἀηδὼν) τρωπῶσα χέει φωνήν Hom. (превращенная в соловья) Аэдона поет переливчатую песню; πᾶλιν τρωπᾶσθαι Hom. возвращаться назад; τρωπᾶσθαι [[φόβονδε]] или φεύγειν Hom. обращаться в бегство.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τρωπάω''': ποιητ. ἀντὶ [[τρέπω]], [[μετατρέπω]], [[μεταβάλλω]], ἥ τε θαμὰ τρωπῶσα χέει πολυηχέα φωνήν, ἐπὶ τῆς ἀηδόνος, «τὸ θαμὰ τρωπῶσα, καὶ ἡ πολυηχὴς φωνὴ τὸ πόριμον ἐν φωναῖς τῆς ἀηδόνος δηλοῦσι» (Σχόλ.), Ὀδ. Τ. 521. ― Μέσ., στρέφομαι, [[πάλιν]] τρωπᾶσθαι, «εἰς [[τοὐπίσω]] ἀναστρέφειν» (Σχόλ.), Ἰλ. Π. 95· πρὸς πόλιν τρωπῶντο, ἐστρέφοντο, Ὀδ. Ω. 536· [[μηδὲ]] τρωπᾶσθε φόβονδε, [[μηδὲ]] τρέπεσθε εἰς φυγήν, Ἰλ. Ο. 666· τρωπάσκετο φεύγειν Λ. 568· πρβλ. [[τροχάω]], στροφάω, [[νωμάω]] ― Πρβλ. [[τροπάομαι]].
|lstext='''τρωπάω''': ποιητ. ἀντὶ [[τρέπω]], [[μετατρέπω]], [[μεταβάλλω]], ἥ τε θαμὰ τρωπῶσα χέει πολυηχέα φωνήν, ἐπὶ τῆς ἀηδόνος, «τὸ θαμὰ τρωπῶσα, καὶ ἡ πολυηχὴς φωνὴ τὸ πόριμον ἐν φωναῖς τῆς ἀηδόνος δηλοῦσι» (Σχόλ.), Ὀδ. Τ. 521. ― Μέσ., στρέφομαι, [[πάλιν]] τρωπᾶσθαι, «εἰς [[τοὐπίσω]] ἀναστρέφειν» (Σχόλ.), Ἰλ. Π. 95· πρὸς πόλιν τρωπῶντο, ἐστρέφοντο, Ὀδ. Ω. 536· [[μηδὲ]] τρωπᾶσθε φόβονδε, [[μηδὲ]] τρέπεσθε εἰς φυγήν, Ἰλ. Ο. 666· τρωπάσκετο φεύγειν Λ. 568· πρβλ. [[τροχάω]], στροφάω, [[νωμάω]] ― Πρβλ. [[τροπάομαι]].
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />tourner, infléchir;<br /><i><b>Moy.</b></i> τρωπάομαι-ῶμαι se tourner pour revenir, se détourner.<br />'''Étymologie:''' [[τρέπω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 21: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τρωπάω:''' ποιητ. αντί [[τρέπω]], [[μετατρέπω]], [[μεταβάλλω]] τον τόνο, λέγεται για το [[αηδόνι]], σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., στρέφομαι, σε Όμηρ.
|lsmtext='''τρωπάω:''' ποιητ. αντί [[τρέπω]], [[μετατρέπω]], [[μεταβάλλω]] τον τόνο, λέγεται για το [[αηδόνι]], σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., στρέφομαι, σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''τρωπάω:''' [intens. к [[τρέπω]] поворачивать: (Ἀηδὼν) τρωπῶσα χέει φωνήν Hom. (превращенная в соловья) Аэдона поет переливчатую песню; πᾶλιν τρωπᾶσθαι Hom. возвращаться назад; τρωπᾶσθαι [[φόβονδε]] или φεύγειν Hom. обращаться в бегство.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Latest revision as of 07:27, 29 May 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρωπάω Medium diacritics: τρωπάω Low diacritics: τρωπάω Capitals: ΤΡΩΠΑΩ
Transliteration A: trōpáō Transliteration B: trōpaō Transliteration C: tropao Beta Code: trwpa/w

English (LSJ)

poet. for τρέπω, turn, change, ἥ τε θαμὰ τρωπῶσα χέει πολυηχέα φωνήν, of the nightingale, Od.19.521:—Med., turn oneself, turn about, πάλιν τρωπᾶσθαι Il.16.95; πρὸς πόλιν Od.24.536; φόβονδε Il.15.666; Ep. Iterat., τρωπάσκετο φεύγειν 11.568; cf. τρωπασκέσθω· μεταβαλλέσθω, ἐπιστρεφέσθω, Hsch.

French (Bailly abrégé)

τρωπῶ :
tourner, infléchir;
Moy. τρωπάομαι, τρωπῶμαι se tourner pour revenir, se détourner.
Étymologie: τρέπω.

German (Pape)

poet. verstärkt statt τρέπω, drehen, kehren, wenden, verändern; ἥτε θαμὰ τρωπῶσα χέει πολυηχέα φωνήν, Od. 19.521, sehr bezeichnend von dem Gesange der Nachtigall;
Med. sich wenden, sich umkehren, πάλιν τρωπᾶσθαι, Il. 16.95; ὁ τὲ δὲ τρωπάσκετο φεύγειν, 11.568; πρὸς δὲ πόλιν τρωπῶντο, Od. 24.536.

Russian (Dvoretsky)

τρωπάω: [intens. к τρέπω поворачивать: (Ἀηδὼν) τρωπῶσα χέει φωνήν Hom. (превращенная в соловья) Аэдона поет переливчатую песню; πᾶλιν τρωπᾶσθαι Hom. возвращаться назад; τρωπᾶσθαι φόβονδε или φεύγειν Hom. обращаться в бегство.

Greek (Liddell-Scott)

τρωπάω: ποιητ. ἀντὶ τρέπω, μετατρέπω, μεταβάλλω, ἥ τε θαμὰ τρωπῶσα χέει πολυηχέα φωνήν, ἐπὶ τῆς ἀηδόνος, «τὸ θαμὰ τρωπῶσα, καὶ ἡ πολυηχὴς φωνὴ τὸ πόριμον ἐν φωναῖς τῆς ἀηδόνος δηλοῦσι» (Σχόλ.), Ὀδ. Τ. 521. ― Μέσ., στρέφομαι, πάλιν τρωπᾶσθαι, «εἰς τοὐπίσω ἀναστρέφειν» (Σχόλ.), Ἰλ. Π. 95· πρὸς πόλιν τρωπῶντο, ἐστρέφοντο, Ὀδ. Ω. 536· μηδὲ τρωπᾶσθε φόβονδε, μηδὲ τρέπεσθε εἰς φυγήν, Ἰλ. Ο. 666· τρωπάσκετο φεύγειν Λ. 568· πρβλ. τροχάω, στροφάω, νωμάω ― Πρβλ. τροπάομαι.

English (Autenrieth)

(τρέπω), part. τρωπῶσα, mid. ipf. τρωπῶντο, iter. τρωπάσκετο: act., change frequently, vary, Od. 19.521; mid., intrans., turn oneself.

Greek Monotonic

τρωπάω: ποιητ. αντί τρέπω, μετατρέπω, μεταβάλλω τον τόνο, λέγεται για το αηδόνι, σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., στρέφομαι, σε Όμηρ.

Middle Liddell

τρωπάω, [Frequent. of τρέπω
to turn constantly, change its notes, of the nightingale, Od.:—Mid. to turn oneself, turn about, Hom.

Frisk Etymology German

τρωπάω: {trōpáō}
See also: s. τρέπω.
Page 2,939