ἀπείργαθον: Difference between revisions

From LSJ

εἶτα ὁ γνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "S.''OC''" to "S.''OC''")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apeirgathon
|Transliteration C=apeirgathon
|Beta Code=a)pei/rgaqon
|Beta Code=a)pei/rgaqon
|Definition=Ep. [[ἀποέργαθον]] (also <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> ἀπεργ- Hsch.), poet. aor. 2 of [[ἀπείργω]]:—[[keep away]], Πηλείωνα δόλῳ ἀποέργαθε λαοῦ <span class="bibl">Il.21.599</span>; <b class="b3">ῥάκεα μεγάλης ἀποέργαθε οὐλῆς</b> he [[pushed back]] the rags [[from]] the scar, Od, <span class="bibl">21.221</span>; ἢν μή μ' ὁ κραίνων τῆσδε γῆς ἀπειργάθῃ <span class="bibl">S.<span class="title">OC</span>862</span>.</span>
|Definition=Ep. [[ἀποέργαθον]] (also [[ἀπέργαθον]] [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]), ''poet.'' aor. 2 of [[ἀπείργω]]:—[[keep away]], Πηλείωνα δόλῳ ἀποέργαθε λαοῦ Il.21.599; <b class="b3">ῥάκεα μεγάλης ἀποέργαθε οὐλῆς</b> he [[pushed back]] the rags [[from]] the scar, Od, 21.221; ἢν μή μ' ὁ κραίνων τῆσδε γῆς ἀπειργάθῃ [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Coloneus|OC]]''862.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπείργᾰθον:''' Soph. aor. 2 к [[ἀπείργω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 14: Line 17:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπείργᾰθον:''' Επικ. ἀπο-έργαθον, Επικ. αόρ. βʹ του [[ἀπείργω]], [[κρατώ]] σε [[απόσταση]], [[αποκλείω]], [[αποχωρίζω]], [[εμποδίζω]] την [[προσέγγιση]], <i>τινά τινος</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ῥάκεα ἀποέργασθε οὐλῆς</i>, αφαίρεσε τα κουρέλια που κάλυπταν την [[ουλή]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>μή σε τῆσδε γῆς ἀπειργαθῇ</i>, σε Σοφ.
|lsmtext='''ἀπείργᾰθον:''' Επικ. ἀπο-έργαθον, Επικ. αόρ. βʹ του [[ἀπείργω]], [[κρατώ]] σε [[απόσταση]], [[αποκλείω]], [[αποχωρίζω]], [[εμποδίζω]] την [[προσέγγιση]], <i>τινά τινος</i>, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>ῥάκεα ἀποέργασθε οὐλῆς</i>, αφαίρεσε τα κουρέλια που κάλυπταν την [[ουλή]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>μή σε τῆσδε γῆς ἀπειργαθῇ</i>, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπείργᾰθον:''' Soph. aor. 2 к [[ἀπείργω]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀπείργω]]<br />to [[keep]] [[away]], [[keep]] off from, τινά τινος Il.; ῥάκεα ἀποέργαθε οὐλῆς pushed [[back]] the rags from the [[scar]], Od.; μή σε τῆσδε γῆς ἀπειργαθῇ Soph.
|mdlsjtxt=[[ἀπείργω]]<br />to [[keep]] [[away]], [[keep]] off from, τινά τινος Il.; ῥάκεα ἀποέργαθε οὐλῆς pushed [[back]] the rags from the [[scar]], Od.; μή σε τῆσδε γῆς ἀπειργαθῇ Soph.
}}
}}

Latest revision as of 06:50, 20 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπείργᾰθον Medium diacritics: ἀπείργαθον Low diacritics: απείργαθον Capitals: ΑΠΕΙΡΓΑΘΟΝ
Transliteration A: apeírgathon Transliteration B: apeirgathon Transliteration C: apeirgathon Beta Code: a)pei/rgaqon

English (LSJ)

Ep. ἀποέργαθον (also ἀπέργαθον Hsch.), poet. aor. 2 of ἀπείργω:—keep away, Πηλείωνα δόλῳ ἀποέργαθε λαοῦ Il.21.599; ῥάκεα μεγάλης ἀποέργαθε οὐλῆς he pushed back the rags from the scar, Od, 21.221; ἢν μή μ' ὁ κραίνων τῆσδε γῆς ἀπειργάθῃ S.OC862.

Russian (Dvoretsky)

ἀπείργᾰθον: Soph. aor. 2 к ἀπείργω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπείργᾰθον: Ἐπ. ἀποέργαθον ποιητ. ἀόρ. β΄ τοῦ ἀπείργω, ἀποκλείω, ἀποχωρίζω, δὲν ἀφίνω νὰ πλησιάσῃ τις, Πηλεΐωνα δόλῳ ἀποέργαθε λαοῦ Ἰλ. Φ. 599, ῥάκεα μεγάλης ἀποέργαθε οὐλῆς, «ἀφεῖλεν» (Σχολ.), Ὀδ. Φ. 221· ἤν μή σε… τῆσδε γῆς ἀπειργάθῃ Σοφ. Ο. Κ. 863. Περὶ τοῦ τύπου ἴδε ἐν λ. σχέθω.

Greek Monotonic

ἀπείργᾰθον: Επικ. ἀπο-έργαθον, Επικ. αόρ. βʹ του ἀπείργω, κρατώ σε απόσταση, αποκλείω, αποχωρίζω, εμποδίζω την προσέγγιση, τινά τινος, σε Ομήρ. Ιλ.· ῥάκεα ἀποέργασθε οὐλῆς, αφαίρεσε τα κουρέλια που κάλυπταν την ουλή, σε Ομήρ. Οδ.· μή σε τῆσδε γῆς ἀπειργαθῇ, σε Σοφ.

Middle Liddell

ἀπείργω
to keep away, keep off from, τινά τινος Il.; ῥάκεα ἀποέργαθε οὐλῆς pushed back the rags from the scar, Od.; μή σε τῆσδε γῆς ἀπειργαθῇ Soph.