ἀποχρήματος: Difference between revisions

From LSJ

ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apochrimatos
|Transliteration C=apochrimatos
|Beta Code=a)poxrh/matos
|Beta Code=a)poxrh/matos
|Definition=<b class="b3">ζημία ἀ</b>. forfeiture <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of my inheritance]], <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>275</span>.</span>
|Definition=[[ζημία]] ἀποχρήματος = [[forfeiture]] [[of my inheritance]], A.''Ch.''275.
}}
}}
{{ls
{{DGE
|lstext='''ἀποχρήματος''': -ον, ὁ, ἀποχρημάτοισι ζημίαις ταυρούμενον, ὀργιζόμενον διὰ τὴν ἁρπαγὴν τῆς πατρικῆς περιουσίας, ἄλλοι ὑπολαμβάνουσι τὸ ἀποχρήματοι ζημίαι = ἀχρήματοι τιμωρίαι, δηλ. τιμωρίαι δι’ αἵματος, Αἰσχύλ. Χο. 275, πρβλ. καὶ 301.
|dgtxt=(ἀποχρήμᾰτος) -ον<br />[[consistente en dinero]], [[pecuniario]] ζημία A.<i>Ch</i>.277.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />ruineux.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[χρῆμα]].
|btext=ος, ον :<br />[[ruineux]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[χρῆμα]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποχρήματος:''' [[разорительный]], [[делающий нищим]] (ζημίαι Aesch.).
}}
}}
{{DGE
{{ls
|dgtxt=(ἀποχρήμᾰτος) -ον<br />[[consistente en dinero]], [[pecuniario]] ζημία A.<i>Ch</i>.277.
|lstext='''ἀποχρήματος''': -ον, ὁ, ἀποχρημάτοισι ζημίαις ταυρούμενον, ὀργιζόμενον διὰ τὴν ἁρπαγὴν τῆς πατρικῆς περιουσίας, ἄλλοι ὑπολαμβάνουσι τὸ ἀποχρήματοι ζημίαι = ἀχρήματοι τιμωρίαι, δηλ. τιμωρίαι δι’ αἵματος, Αἰσχύλ. Χο. 275, πρβλ. καὶ 301.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀποχρήματος:''' -ον = [[ἀχρήματος]]· [[ζημία]] [[ἀποχρήματος]], [[ποινή]] που δεν είναι χρηματική, [[ποινή]] που εκτίεται με [[αίμα]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ἀποχρήματος:''' -ον = [[ἀχρήματος]]· [[ζημία]] [[ἀποχρήματος]], [[ποινή]] που δεν είναι χρηματική, [[ποινή]] που εκτίεται με [[αίμα]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀποχρήματος:''' разорительный, делающий нищим (ζημίαι Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt== [[ἀχρήματος]]<br />[[ζημία]] ἀποχρ. a [[penalty]] but not of [[money]], Aesch.
|mdlsjtxt== [[ἀχρήματος]]<br />[[ζημία]] ἀποχρ. a [[penalty]] but not of [[money]], Aesch.
}}
}}

Latest revision as of 11:45, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποχρήμᾰτος Medium diacritics: ἀποχρήματος Low diacritics: αποχρήματος Capitals: ΑΠΟΧΡΗΜΑΤΟΣ
Transliteration A: apochrḗmatos Transliteration B: apochrēmatos Transliteration C: apochrimatos Beta Code: a)poxrh/matos

English (LSJ)

ζημία ἀποχρήματος = forfeiture of my inheritance, A.Ch.275.

Spanish (DGE)

(ἀποχρήμᾰτος) -ον
consistente en dinero, pecuniario ζημία A.Ch.277.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ruineux.
Étymologie: ἀπό, χρῆμα.

Russian (Dvoretsky)

ἀποχρήματος: разорительный, делающий нищим (ζημίαι Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποχρήματος: -ον, ὁ, ἀποχρημάτοισι ζημίαις ταυρούμενον, ὀργιζόμενον διὰ τὴν ἁρπαγὴν τῆς πατρικῆς περιουσίας, ἄλλοι ὑπολαμβάνουσι τὸ ἀποχρήματοι ζημίαι = ἀχρήματοι τιμωρίαι, δηλ. τιμωρίαι δι’ αἵματος, Αἰσχύλ. Χο. 275, πρβλ. καὶ 301.

Greek Monolingual

ἀποχρήματος, -ον (Α)
φρ. «ἀποχρήματος ζημία» — αποστέρηση των δικαιωμάτων πάνω στην πατρική περιουσία.

Greek Monotonic

ἀποχρήματος: -ον = ἀχρήματος· ζημία ἀποχρήματος, ποινή που δεν είναι χρηματική, ποινή που εκτίεται με αίμα, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

= ἀχρήματος
ζημία ἀποχρ. a penalty but not of money, Aesch.