ἄογκος: Difference between revisions
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aogkos | |Transliteration C=aogkos | ||
|Beta Code=a)/ogkos | |Beta Code=a)/ogkos | ||
|Definition= | |Definition=ἄογκον,<br><span class="bld">A</span> [[notbulky]], [[attenuated]], σῶμα ὡς ἀογκότατον Hp.''Nat.Hom.'' 9.<br><span class="bld">2</span> [[immaterial]], Syrian. ''in Metaph.''143.22; [[without mass]] or [[bulk]], Plot.6.1.26,6.4.5, Porph.''Sent.''27: Comp., Dam.''Pr.''372. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[delgado]] σῶμα ... ἔσται ἀογκότατον Hp.<i>Nat.Hom</i>.9.5.<br /><b class="num">2</b> [[inmaterial]] ὅσα δὲ φυσικὰ καὶ ῥέπει ταῖς ἐνεργείαις εἰς ὕλην, ταῦτα καίπερ ἄογκα καὶ ἀσώματα ὄντα Syrian.<i>in Metaph</i>.143.22<br /><b class="num">•</b>[[que no tiene volumen o masa]] τὸ ἔλαττον ... οὐδὲ παραθετέον ὄγκον πρὸς ἄογκον ἐν μετρήσει Plot.6.4.5, cf. Porph.<i>Sent</i>.27, Dam.<i>Pr</i>.372<br /><b class="num">•</b>τὸ ἄ. [[lo que carece de masa corpórea]] τὸ ἄ. καὶ τὸ ἕν Plot.6.1.26. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄογκος''': -ον, ὁ μὴ ἔχων ὄγκον, [[λεπτός]], λελεπτυσμένος, ὡς ἀογκότατον Ἱππ. 229. 5. | |lstext='''ἄογκος''': -ον, ὁ μὴ ἔχων ὄγκον, [[λεπτός]], λελεπτυσμένος, ὡς ἀογκότατον Ἱππ. 229. 5. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἄογκος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει μεγάλο όγκο, [[λεπτός]]<br /><b>2.</b> όποιος δεν έχει [[μάζα]] ή όγκο. | |mltxt=[[ἄογκος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει μεγάλο όγκο, [[λεπτός]]<br /><b>2.</b> όποιος δεν έχει [[μάζα]] ή όγκο. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:43, 25 August 2023
English (LSJ)
ἄογκον,
A notbulky, attenuated, σῶμα ὡς ἀογκότατον Hp.Nat.Hom. 9.
2 immaterial, Syrian. in Metaph.143.22; without mass or bulk, Plot.6.1.26,6.4.5, Porph.Sent.27: Comp., Dam.Pr.372.
Spanish (DGE)
-ον
1 delgado σῶμα ... ἔσται ἀογκότατον Hp.Nat.Hom.9.5.
2 inmaterial ὅσα δὲ φυσικὰ καὶ ῥέπει ταῖς ἐνεργείαις εἰς ὕλην, ταῦτα καίπερ ἄογκα καὶ ἀσώματα ὄντα Syrian.in Metaph.143.22
•que no tiene volumen o masa τὸ ἔλαττον ... οὐδὲ παραθετέον ὄγκον πρὸς ἄογκον ἐν μετρήσει Plot.6.4.5, cf. Porph.Sent.27, Dam.Pr.372
•τὸ ἄ. lo que carece de masa corpórea τὸ ἄ. καὶ τὸ ἕν Plot.6.1.26.
German (Pape)
[Seite 271] ohne Geschwulst; hager, Hippocr. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἄογκος: -ον, ὁ μὴ ἔχων ὄγκον, λεπτός, λελεπτυσμένος, ὡς ἀογκότατον Ἱππ. 229. 5.
Greek Monolingual
ἄογκος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν έχει μεγάλο όγκο, λεπτός
2. όποιος δεν έχει μάζα ή όγκο.