ἐξάνθρωπος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eksanthropos
|Transliteration C=eksanthropos
|Beta Code=e)ca/nqrwpos
|Beta Code=e)ca/nqrwpos
|Definition=ον, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[unsociable]], of epileptics, <span class="bibl">Aret.<span class="title">SD</span>1.4</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">ἐ. ἡ συμφορή</b> it (epilepsy) is an [[inhuman]] calamity, <span class="bibl">Id.<span class="title">SA</span>1.6</span>.</span>
|Definition=ἐξάνθρωπον,<br><span class="bld">A</span> [[unsociable]], of epileptics, Aret.''SD''1.4.<br><span class="bld">II</span> <b class="b3">ἐ. ἡ συμφορή</b> it (epilepsy) is an [[inhuman]] calamity, Id.''SA''1.6.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que se aparta de la figura normal del cuerpo humano]], [[deforme]] ἐ. ἡ ξυμφορή ref. a las convulsiones del tétanos, Aret.<i>SA</i> 1.6.8.<br /><b class="num">2</b> [[que se aparta de los demás hombres]], de los epilépticos, [[insociable]] Aret.<i>SD</i> 1.4.3.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξάνθρωπος''': -ον, ἔξω τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, [[ἀπάνθρωπος]], Εὐστ. Πονημάτ. 63. 44. ΙΙ. ἐνεργ., ποιῶν τινα ἔξω [[ἑαυτοῦ]], ἐπιφέρων μανίαν, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 6.
|lstext='''ἐξάνθρωπος''': -ον, ἔξω τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, [[ἀπάνθρωπος]], Εὐστ. Πονημάτ. 63. 44. ΙΙ. ἐνεργ., ποιῶν τινα ἔξω [[ἑαυτοῦ]], ἐπιφέρων μανίαν, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 6.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que se aparta de la figura normal del cuerpo humano]], [[deforme]] ἐ. ἡ ξυμφορή ref. a las convulsiones del tétanos, Aret.<i>SA</i> 1.6.8.<br /><b class="num">2</b> [[que se aparta de los demás hombres]], de los epilépticos, [[insociable]] Aret.<i>SD</i> 1.4.3.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐξάνθρωπος]], -ον (AM)<br /><b>μσν.</b><br />[[απάνθρωπος]], έξω από την ανθρώπινη [[φύση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για επιληπτικούς) [[ακοινώνητος]]<br /><b>2.</b> (για [[ασθένεια]]) αυτός που κάνει κάποιον να χάνει τις ανθρώπινες, λογικές ιδιότητες.
|mltxt=[[ἐξάνθρωπος]], -ον (AM)<br /><b>μσν.</b><br />[[απάνθρωπος]], έξω από την ανθρώπινη [[φύση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για επιληπτικούς) [[ακοινώνητος]]<br /><b>2.</b> (για [[ασθένεια]]) αυτός που κάνει κάποιον να χάνει τις ανθρώπινες, λογικές ιδιότητες.
}}
}}

Latest revision as of 10:53, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξάνθρωπος Medium diacritics: ἐξάνθρωπος Low diacritics: εξάνθρωπος Capitals: ΕΞΑΝΘΡΩΠΟΣ
Transliteration A: exánthrōpos Transliteration B: exanthrōpos Transliteration C: eksanthropos Beta Code: e)ca/nqrwpos

English (LSJ)

ἐξάνθρωπον,
A unsociable, of epileptics, Aret.SD1.4.
II ἐ. ἡ συμφορή it (epilepsy) is an inhuman calamity, Id.SA1.6.

Spanish (DGE)

-ον
1 que se aparta de la figura normal del cuerpo humano, deforme ἐ. ἡ ξυμφορή ref. a las convulsiones del tétanos, Aret.SA 1.6.8.
2 que se aparta de los demás hombres, de los epilépticos, insociable Aret.SD 1.4.3.

German (Pape)

[Seite 869] entmenscht, unmenschlich, Sp.; auch act., συμφορά, unmenschlich, wild machend, Aret.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξάνθρωπος: -ον, ἔξω τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως, ἀπάνθρωπος, Εὐστ. Πονημάτ. 63. 44. ΙΙ. ἐνεργ., ποιῶν τινα ἔξω ἑαυτοῦ, ἐπιφέρων μανίαν, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 6.

Greek Monolingual

ἐξάνθρωπος, -ον (AM)
μσν.
απάνθρωπος, έξω από την ανθρώπινη φύση
αρχ.
1. (για επιληπτικούς) ακοινώνητος
2. (για ασθένεια) αυτός που κάνει κάποιον να χάνει τις ανθρώπινες, λογικές ιδιότητες.