ὁπηλίκος: Difference between revisions
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
|||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=opilikos | |Transliteration C=opilikos | ||
|Beta Code=o(phli/kos | |Beta Code=o(phli/kos | ||
|Definition=η, ον, relat. and indirect interrog., | |Definition=η, ον, relat. and indirect interrog., [[however big]] (or [[small)]], [[how big]], [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''737c, Epicur.''Ep.''1p.16U.; exclamatory, [[how big]]! Diocl.Fr.145; indef. ὁπηλικοσοῦν, Arist.''Cael.''274a14, al., Epicur.''Ep.''1p.16U.; ὁπηλικοσδηποτοῦν, Hp.''Superf.''27. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0356.png Seite 356]] correlat. zu [[πηλίκος]], wie groß; Plat. Legg. V, 757 c, vulg. [[πηλίκος]]; Sp., wie Nonn. D. 20, 364; ὁπηλικοσοῦν [[μέγεθος]], wie groß auch immer, Arist. phys. 1, 36; D. L. 10, 56. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0356.png Seite 356]] correlat. zu [[πηλίκος]], wie groß; Plat. Legg. V, 757 c, vulg. [[πηλίκος]]; Sp., wie Nonn. D. 20, 364; ὁπηλικοσοῦν [[μέγεθος]], wie groß auch immer, Arist. phys. 1, 36; D. L. 10, 56. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=η, ον :<br />[[combien grand]].<br />'''Étymologie:''' corrélat. de [[πηλίκος]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὁπηλίκος:''' (ῐ) relat. сколь большой, каких размеров: ὁπόσα μέρη πλήθει καὶ ὁπηλίκα Plat. сколько частей и каких по размерам. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁπηλίκος''': -η, -ον, ὁπόσον [[μέγας]], συσχετικὸν τοῦ [[πηλίκος]], Πλάτ. Νόμ. 737C· ὁπηλικοσοῦν Ἀριστ. π. Οὐρ. 1. 6, 12, κ. ἀλλ. | |lstext='''ὁπηλίκος''': -η, -ον, ὁπόσον [[μέγας]], συσχετικὸν τοῦ [[πηλίκος]], Πλάτ. Νόμ. 737C· ὁπηλικοσοῦν Ἀριστ. π. Οὐρ. 1. 6, 12, κ. ἀλλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὁπηλίκος]], -η, -ον (Α)<br />(σε αναφ. και πλάγιες ερωτημ. προτάσεις) πόσο [[μεγάλος]] ή [[μικρός]] («καθ' ὁπόσα μέρη... καὶ ὁπηλίκα [[διαιρετέον]] αὐτούς», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η αναφορική αντων. [[ὁπηλίκος]] έχει σχηματιστεί από το θ. <i>yo</i>- της αναφορικής αντων. <i>ὅς</i>, <i>ἥ</i>, <i>ὅ</i> (<b>βλ. λ.</b> <i>ος</i>) και από την ερωτηματική αντων. [[πηλίκος]] (<b>βλ. λ.</b> [[ηλίκος]]). Για τον σχηματισμό του [[ὁπηλίκος]] <span style="color: red;"><</span> [[πηλίκος]] <b>πρβλ.</b> και [[ὁποῖος]] <span style="color: red;"><</span> [[ποῖος]], [[ὁπόσος]] <span style="color: red;"><</span> [[πόσος]] κ.λπ.]. | |mltxt=[[ὁπηλίκος]], -η, -ον (Α)<br />(σε αναφ. και πλάγιες ερωτημ. προτάσεις) πόσο [[μεγάλος]] ή [[μικρός]] («καθ' ὁπόσα μέρη... καὶ ὁπηλίκα [[διαιρετέον]] αὐτούς», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η αναφορική αντων. [[ὁπηλίκος]] έχει σχηματιστεί από το θ. <i>yo</i>- της αναφορικής αντων. <i>ὅς</i>, <i>ἥ</i>, <i>ὅ</i> (<b>βλ. λ.</b> <i>ος</i>) και από την ερωτηματική αντων. [[πηλίκος]] (<b>βλ. λ.</b> [[ηλίκος]]). Για τον σχηματισμό του [[ὁπηλίκος]] <span style="color: red;"><</span> [[πηλίκος]] <b>πρβλ.</b> και [[ὁποῖος]] <span style="color: red;"><</span> [[ποῖος]], [[ὁπόσος]] <span style="color: red;"><</span> [[πόσος]] κ.λπ.]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:35, 23 March 2024
English (LSJ)
η, ον, relat. and indirect interrog., however big (or small), how big, Pl.Lg.737c, Epicur.Ep.1p.16U.; exclamatory, how big! Diocl.Fr.145; indef. ὁπηλικοσοῦν, Arist.Cael.274a14, al., Epicur.Ep.1p.16U.; ὁπηλικοσδηποτοῦν, Hp.Superf.27.
German (Pape)
[Seite 356] correlat. zu πηλίκος, wie groß; Plat. Legg. V, 757 c, vulg. πηλίκος; Sp., wie Nonn. D. 20, 364; ὁπηλικοσοῦν μέγεθος, wie groß auch immer, Arist. phys. 1, 36; D. L. 10, 56.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
combien grand.
Étymologie: corrélat. de πηλίκος.
Russian (Dvoretsky)
ὁπηλίκος: (ῐ) relat. сколь большой, каких размеров: ὁπόσα μέρη πλήθει καὶ ὁπηλίκα Plat. сколько частей и каких по размерам.
Greek (Liddell-Scott)
ὁπηλίκος: -η, -ον, ὁπόσον μέγας, συσχετικὸν τοῦ πηλίκος, Πλάτ. Νόμ. 737C· ὁπηλικοσοῦν Ἀριστ. π. Οὐρ. 1. 6, 12, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
ὁπηλίκος, -η, -ον (Α)
(σε αναφ. και πλάγιες ερωτημ. προτάσεις) πόσο μεγάλος ή μικρός («καθ' ὁπόσα μέρη... καὶ ὁπηλίκα διαιρετέον αὐτούς», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αναφορική αντων. ὁπηλίκος έχει σχηματιστεί από το θ. yo- της αναφορικής αντων. ὅς, ἥ, ὅ (βλ. λ. ος) και από την ερωτηματική αντων. πηλίκος (βλ. λ. ηλίκος). Για τον σχηματισμό του ὁπηλίκος < πηλίκος πρβλ. και ὁποῖος < ποῖος, ὁπόσος < πόσος κ.λπ.].