πτεροφόρας: Difference between revisions

From LSJ

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
m (Text replacement - "''111''" to "''III''")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pteroforas
|Transliteration C=pteroforas
|Beta Code=pterofo/ras
|Beta Code=pterofo/ras
|Definition=ου<b class="b3">, ὀ</b>, a name of certain sacred officers in Egypt, so called from the hawk's <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[wing worn]] on their heads, nom. pl. -φόραι <span class="title">OGI</span>56.4 (Canopus, iii B.C.), 90.7 (Rosetta, ii B.C.): also <b class="b3">-φόροι</b>, Hsch.; cf. sq. ''III'', and [[πτεραφόρος]]. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> dat. sg. <b class="b3">-φόρᾳ χιλιάρχῳ</b>, perh. name of a military rank, or = [[πτεροφόρος]] ''ΙΙ'', <span class="bibl">Men.<span class="title">Pk.</span>104</span>, cf. Hsch. s.v. [[πτεροφόροι]].</span>
|Definition=-ου<b class="b3">, ὀ</b>, a name of certain sacred officers in Egypt, so called from the hawk's<br><span class="bld">A</span> [[wing worn]] on their heads, nom. pl. πτεροφόραι ''OGI''56.4 (Canopus, iii B.C.), 90.7 (Rosetta, ii B.C.): also -φόροι, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; cf. [[πτεροφόρος]] ''III'', and [[πτεραφόρος]].<br><span class="bld">II</span> dat. sg. <b class="b3">-φόρᾳ χιλιάρχῳ</b>, perhaps name of a military rank, or = [[πτεροφόρος]] ''ΙΙ'', Men.''Pk.''104, cf. [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[sub verbo|s.v.]] [[πτεροφόροι]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[πτεροφόρης]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει φτερά και, [[ιδίως]], ο [[λειτουργός]] στην αρχαία Αίγυπτο ο [[οποίος]] έφερε στο [[κεφάλι]] φτερά γερακιού<br /><b>2.</b> [[προσωνυμία]] στρατιωτικού αξιωματούχου ή στρατιωτικού ταχυδρόμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[πτερόν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φόρας</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>πρβλ.</b> <i>πελτο</i>-<i>φόρας</i>].
|mltxt=και [[πτεροφόρης]], ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει φτερά και, [[ιδίως]], ο [[λειτουργός]] στην αρχαία Αίγυπτο ο [[οποίος]] έφερε στο [[κεφάλι]] φτερά γερακιού<br /><b>2.</b> [[προσωνυμία]] στρατιωτικού αξιωματούχου ή στρατιωτικού ταχυδρόμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[πτερόν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φόρας</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), [[πρβλ]]. [[πελτοφόρας]]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πτεροφόρας -ου [~ πτεροφόρος] een pluim dragend:. πτεροφόρας χιλίαρχος een chiliarch (commandant van duizend soldaten) met een pluim op zijn helm Men. Peric. 294.
|elnltext=πτεροφόρας -ου [~ πτεροφόρος] een pluim dragend:. πτεροφόρας χιλίαρχος een chiliarch (commandant van duizend soldaten) met een pluim op zijn helm Men. Peric. 294.
}}
}}

Latest revision as of 10:22, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πτεροφόρᾱς Medium diacritics: πτεροφόρας Low diacritics: πτεροφόρας Capitals: ΠΤΕΡΟΦΟΡΑΣ
Transliteration A: pterophóras Transliteration B: pterophoras Transliteration C: pteroforas Beta Code: pterofo/ras

English (LSJ)

-ου, ὀ, a name of certain sacred officers in Egypt, so called from the hawk's
A wing worn on their heads, nom. pl. πτεροφόραι OGI56.4 (Canopus, iii B.C.), 90.7 (Rosetta, ii B.C.): also -φόροι, Hsch.; cf. πτεροφόρος III, and πτεραφόρος.
II dat. sg. -φόρᾳ χιλιάρχῳ, perhaps name of a military rank, or = πτεροφόρος ΙΙ, Men.Pk.104, cf. Hsch. s.v. πτεροφόροι.

Greek Monolingual

και πτεροφόρης, ὁ, Α
1. αυτός που έχει φτερά και, ιδίως, ο λειτουργός στην αρχαία Αίγυπτο ο οποίος έφερε στο κεφάλι φτερά γερακιού
2. προσωνυμία στρατιωτικού αξιωματούχου ή στρατιωτικού ταχυδρόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. πτερόν + -φόρας (< φέρω), πρβλ. πελτοφόρας].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πτεροφόρας -ου [~ πτεροφόρος] een pluim dragend:. πτεροφόρας χιλίαρχος een chiliarch (commandant van duizend soldaten) met een pluim op zijn helm Men. Peric. 294.