γλώξ: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrumGewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick

Menander, Monostichoi, 364
m (Text replacement - "   " to "")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=gloks
|Transliteration C=gloks
|Beta Code=glw/c
|Beta Code=glw/c
|Definition=ἡ, only pl. [[γλῶχες]], <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[beard of corn]], <span class="bibl">Hes.<span class="title">Sc.</span>398</span>. (Cf. [[γλωχίν]].)</span>
|Definition=ἡ, only pl. [[γλῶχες]], [[beard of corn]], Hes.''Sc.''398. (Cf. [[γλωχίν]].)
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[Akin to [[γλωχίν]].] [Only in pl.]<br />the [[beard]] of [[corn]], Hes.
|mdlsjtxt=[Akin to [[γλωχίν]].] [Only in plural]<br />the [[beard]] of [[corn]], Hes.
}}
{{pape
|ptext=ἡ, nur γλῶχες, <i>die Hacheln der Ähren</i>, Hes. <i>Sc</i>. 398.
}}
}}

Latest revision as of 11:51, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλώξ Medium diacritics: γλώξ Low diacritics: γλωξ Capitals: ΓΛΩΞ
Transliteration A: glṓx Transliteration B: glōx Transliteration C: gloks Beta Code: glw/c

English (LSJ)

ἡ, only pl. γλῶχες, beard of corn, Hes.Sc.398. (Cf. γλωχίν.)

Greek (Liddell-Scott)

γλώξ: ἡ, εὕρηται μόνον κατὰ πληθ. γλῶχες, ὁ «ἀθέρας», τὸ γένειον τοῦ στάχυος, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 398. (Συγγενὲς τῷ γλωχίν.)

Greek Monolingual

γλώξ η (Α)
(μόνο πληθ.) αἱ γλῶχες
το γένι του σταχιού, το άγανο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. μαρτυρείται άπαξ στον πληθ. και αποτελεί τον πρωταρχικό τ. από τον οποίο προέρχονται τα γλώσσα, γλωχίν. Η σύνδεση με αρχ. σλαβ. glogŭ «αγκάθι» αμφισβητείται].

Greek Monotonic

γλώξ: ἡ, μόνο στον πληθ. γλῶχες, τα «μουστάκια» του καλαμποκιού, σε Ησίοδ. (συγγενές προς το γλωχίν).

Middle Liddell

[Akin to γλωχίν.] [Only in plural]
the beard of corn, Hes.

German (Pape)

ἡ, nur γλῶχες, die Hacheln der Ähren, Hes. Sc. 398.