ακρόαση: Difference between revisions
ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → my life is as nothing in respect to you, my life is nothing in thy reckoning
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ἀκρόασις]])<br />προσεκτική [[παρακολούθηση]] ομιλίας, διδαχής ή μουσικής<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εξέταση]] ασθενούς από γιατρό με [[γυμνό]] [[αφτί]] ή [[στηθοσκόπιο]]<br /><b>2.</b> η [[μετά]] από [[αίτηση]] και σε προκαθορισμένο χρόνο [[υποδοχή]] κάποιου από [[επίσημο]] [[πρόσωπο]] ή και, γενικά, ανώτερη [[αρχή]] για [[υποβολή]] αιτημάτων, παραπόνων κ.λπ.<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ούτε]] [[φωνή]] [[ούτε]] [[ακρόαση]]», γι' αυτούς που δεν ενημερώνουν τους άλλους για την [[τύχη]] τους, που δεν ειδοποιούν, δεν δίνουν [[σημεία]] ζωής<br /><b>μσν.</b><br />το να [[είναι]] [[κανείς]] ακροώμενος, να διανύει το δεύτερο [[στάδιο]] της μετανοίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (γενικά) το να ακούει [[κανείς]] κάποιον<br /><b>2.</b> [[υπακοή]], [[πειθαρχία]]<br /><b>3.</b> αυτό που ακούει [[κανείς]], [[μάθημα]], [[ομιλία]], [[απαγγελία]], [[διήγηση]]<br /><b>4.</b> [[ακροατήριο]]<br /><b>5.</b> <i>Φυσική ακρόασις</i>, [[τίτλος]] συγγράμματος του Αριστοτέλη<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «ἀκρόασιν | |mltxt=η (Α [[ἀκρόασις]])<br />προσεκτική [[παρακολούθηση]] ομιλίας, διδαχής ή μουσικής<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εξέταση]] ασθενούς από γιατρό με [[γυμνό]] [[αφτί]] ή [[στηθοσκόπιο]]<br /><b>2.</b> η [[μετά]] από [[αίτηση]] και σε προκαθορισμένο χρόνο [[υποδοχή]] κάποιου από [[επίσημο]] [[πρόσωπο]] ή και, γενικά, ανώτερη [[αρχή]] για [[υποβολή]] αιτημάτων, παραπόνων κ.λπ.<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ούτε]] [[φωνή]] [[ούτε]] [[ακρόαση]]», γι' αυτούς που δεν ενημερώνουν τους άλλους για την [[τύχη]] τους, που δεν ειδοποιούν, δεν δίνουν [[σημεία]] ζωής<br /><b>μσν.</b><br />το να [[είναι]] [[κανείς]] ακροώμενος, να διανύει το δεύτερο [[στάδιο]] της μετανοίας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (γενικά) το να ακούει [[κανείς]] κάποιον<br /><b>2.</b> [[υπακοή]], [[πειθαρχία]]<br /><b>3.</b> αυτό που ακούει [[κανείς]], [[μάθημα]], [[ομιλία]], [[απαγγελία]], [[διήγηση]]<br /><b>4.</b> [[ακροατήριο]]<br /><b>5.</b> <i>Φυσική ακρόασις</i>, [[τίτλος]] συγγράμματος του Αριστοτέλη<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «ἀκρόασιν ποιοῦμαι τινός» — [[ακροώμαι]]<br />«[[κλέπτω]] τὴν ἀκρόασίν τινος», [[αναγκάζω]] κάποιον να με ακούσει εξαπατώντας τον, με τεχνάσματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκροῶμαι</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[ακροαστικός]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:25, 26 March 2021
Greek Monolingual
η (Α ἀκρόασις)
προσεκτική παρακολούθηση ομιλίας, διδαχής ή μουσικής
νεοελλ.
1. εξέταση ασθενούς από γιατρό με γυμνό αφτί ή στηθοσκόπιο
2. η μετά από αίτηση και σε προκαθορισμένο χρόνο υποδοχή κάποιου από επίσημο πρόσωπο ή και, γενικά, ανώτερη αρχή για υποβολή αιτημάτων, παραπόνων κ.λπ.
3. φρ. «ούτε φωνή ούτε ακρόαση», γι' αυτούς που δεν ενημερώνουν τους άλλους για την τύχη τους, που δεν ειδοποιούν, δεν δίνουν σημεία ζωής
μσν.
το να είναι κανείς ακροώμενος, να διανύει το δεύτερο στάδιο της μετανοίας
αρχ.
1. (γενικά) το να ακούει κανείς κάποιον
2. υπακοή, πειθαρχία
3. αυτό που ακούει κανείς, μάθημα, ομιλία, απαγγελία, διήγηση
4. ακροατήριο
5. Φυσική ακρόασις, τίτλος συγγράμματος του Αριστοτέλη
6. φρ. «ἀκρόασιν ποιοῦμαι τινός» — ακροώμαι
«κλέπτω τὴν ἀκρόασίν τινος», αναγκάζω κάποιον να με ακούσει εξαπατώντας τον, με τεχνάσματα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκροῶμαι.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακροαστικός].