εὐσκευέω: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(έω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=efskeveo
|Transliteration C=efskeveo
|Beta Code=eu)skeue/w
|Beta Code=eu)skeue/w
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> to [[be well equipped]], <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>823</span>.</span>
|Definition=to [[be well equipped]], [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''823.
}}
{{bailly
|btext=[[εὐσκευῶ]] :<br />[[être bien équipé]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[σκεῦος]].
}}
{{pape
|ptext=<i>wohl [[gerüstet]] sein</i>, Soph. <i>Aj</i>. 810. Von [[εὔσκευος]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὐσκευέω:''' [[быть тщательно снаряженным]], [[быть хорошо подготовленным]]: [[οὕτω]] μὲν εὐσκευοῦμεν Soph. вот я и готов.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐσκευέω''': (ὡς εἰ ἐξ ἐπιθ. εὔσκευος), εἶμαι [[καλῶς]] παρασκευασμένος, οὕτω μὲν εὐσκευοῦμεν, «[[καλῶς]] παρεσκευάσμεθα, καὶ ἔχομεν πάντα ὧν δεῖ πρὸς θάνατον» (Σχόλ.), -τοὺς λόγους τούτους λέγει ὁ [[Αἴας]] πρὸς ἑαυτὸν μικρὸν πρὸ τῆς αὐτοκτονίας -Σοφ. Αἴ. 823.
|lstext='''εὐσκευέω''': (ὡς εἰ ἐξ ἐπιθ. εὔσκευος), εἶμαι [[καλῶς]] παρασκευασμένος, οὕτω μὲν εὐσκευοῦμεν, «[[καλῶς]] παρεσκευάσμεθα, καὶ ἔχομεν πάντα ὧν δεῖ πρὸς θάνατον» (Σχόλ.), -τοὺς λόγους τούτους λέγει ὁ [[Αἴας]] πρὸς ἑαυτὸν μικρὸν πρὸ τῆς αὐτοκτονίας -Σοφ. Αἴ. 823.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />être bien équipé.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[σκεῦος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὐσκευέω:''' (όπως αν προερχόταν από το <i>εὔ-σκευος</i>), είμαι [[καλά]] εφοδιασμένος, προετοιμασμένος, σε Σοφ.
|lsmtext='''εὐσκευέω:''' (όπως αν προερχόταν από το <i>εὔ-σκευος</i>), είμαι [[καλά]] εφοδιασμένος, προετοιμασμένος, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὐσκευέω:''' быть тщательно снаряженным, быть хорошо подготовленным: [[οὕτω]] μὲν εὐσκευοῦμεν Soph. вот я и готов.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[εὐσκευέω]], [as if from [[εὔσκευος]]<br />to be well equipt, Soph.
|mdlsjtxt=[[εὐσκευέω]], [as if from [[εὔσκευος]]<br />to be well equipt, Soph.
}}
}}

Latest revision as of 18:30, 16 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐσκευέω Medium diacritics: εὐσκευέω Low diacritics: ευσκευέω Capitals: ΕΥΣΚΕΥΕΩ
Transliteration A: euskeuéō Transliteration B: euskeueō Transliteration C: efskeveo Beta Code: eu)skeue/w

English (LSJ)

to be well equipped, S.Aj.823.

French (Bailly abrégé)

εὐσκευῶ :
être bien équipé.
Étymologie: εὖ, σκεῦος.

German (Pape)

wohl gerüstet sein, Soph. Aj. 810. Von εὔσκευος.

Russian (Dvoretsky)

εὐσκευέω: быть тщательно снаряженным, быть хорошо подготовленным: οὕτω μὲν εὐσκευοῦμεν Soph. вот я и готов.

Greek (Liddell-Scott)

εὐσκευέω: (ὡς εἰ ἐξ ἐπιθ. εὔσκευος), εἶμαι καλῶς παρασκευασμένος, οὕτω μὲν εὐσκευοῦμεν, «καλῶς παρεσκευάσμεθα, καὶ ἔχομεν πάντα ὧν δεῖ πρὸς θάνατον» (Σχόλ.), -τοὺς λόγους τούτους λέγει ὁ Αἴας πρὸς ἑαυτὸν μικρὸν πρὸ τῆς αὐτοκτονίας -Σοφ. Αἴ. 823.

Greek Monotonic

εὐσκευέω: (όπως αν προερχόταν από το εὔ-σκευος), είμαι καλά εφοδιασμένος, προετοιμασμένος, σε Σοφ.

Middle Liddell

εὐσκευέω, [as if from εὔσκευος
to be well equipt, Soph.