λειόμιτος: Difference between revisions

From LSJ

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=leiomitos
|Transliteration C=leiomitos
|Beta Code=leio/mitos
|Beta Code=leio/mitos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[smoothing the warp]], κάμακες <span class="title">AP</span>6.247 (Phil.).</span>
|Definition=λειόμιτον, [[smoothing the warp]], κάμακες ''AP''6.247 (Phil.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0024.png Seite 24]] die Fäden des Gewebes glättend, glatt machend, κάμακες, Philp. 18 (VI, 247).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0024.png Seite 24]] die Fäden des Gewebes glättend, glatt machend, κάμακες, Philp. 18 (VI, 247).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui tend <i>ou</i> aplanit les fils d'une trame.<br />'''Étymologie:''' [[λεῖος]], [[μίτος]].
}}
{{elru
|elrutext='''λειόμῐτος:''' [[разглаживающий основу]] (ткани) ([[κάμαξ]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λειόμῐτος''': -ον, ὁ λειαίνων τὸ [[στημόνιον]], [[κάμαξ]] Ἀνθ. Π. 6. 247.
|lstext='''λειόμῐτος''': -ον, ὁ λειαίνων τὸ [[στημόνιον]], [[κάμαξ]] Ἀνθ. Π. 6. 247.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui tend <i>ou</i> aplanit les fils d’une trame.<br />'''Étymologie:''' [[λεῖος]], [[μίτος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λειόμιτος]], -ον (Α)<br />αυτός που εξομαλίζει τα νήματα του υφάσματος, που λειαίνει το [[στημόνι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λεῖος]] <span style="color: red;">+</span> [[μίτος]] «[[κλωστή]] του στημονιού, [[νήμα]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[αμφί]]-<i>μιτος</i>, [[λεπτό]]-<i>μιτος</i>)].
|mltxt=[[λειόμιτος]], -ον (Α)<br />αυτός που εξομαλίζει τα νήματα του υφάσματος, που λειαίνει το [[στημόνι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λεῖος]] <span style="color: red;">+</span> [[μίτος]] «[[κλωστή]] του στημονιού, [[νήμα]]» ([[πρβλ]]. [[αμφί]]-<i>μιτος</i>, [[λεπτό]]-<i>μιτος</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''λειόμῐτος:''' -ον, αυτός που ισιώνει τους μίτους του υφάσματος, σε Ανθ.
|lsmtext='''λειόμῐτος:''' -ον, αυτός που ισιώνει τους μίτους του υφάσματος, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''λειόμῐτος:''' разглаживающий основу (ткани) ([[κάμαξ]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=λειό-μῐτος, ον<br />smoothing the [[warp]], Anth.
|mdlsjtxt=λειό-μῐτος, ον<br />smoothing the [[warp]], Anth.
}}
}}

Latest revision as of 12:00, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λειόμῐτος Medium diacritics: λειόμιτος Low diacritics: λειόμιτος Capitals: ΛΕΙΟΜΙΤΟΣ
Transliteration A: leiómitos Transliteration B: leiomitos Transliteration C: leiomitos Beta Code: leio/mitos

English (LSJ)

λειόμιτον, smoothing the warp, κάμακες AP6.247 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 24] die Fäden des Gewebes glättend, glatt machend, κάμακες, Philp. 18 (VI, 247).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tend ou aplanit les fils d'une trame.
Étymologie: λεῖος, μίτος.

Russian (Dvoretsky)

λειόμῐτος: разглаживающий основу (ткани) (κάμαξ Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

λειόμῐτος: -ον, ὁ λειαίνων τὸ στημόνιον, κάμαξ Ἀνθ. Π. 6. 247.

Greek Monolingual

λειόμιτος, -ον (Α)
αυτός που εξομαλίζει τα νήματα του υφάσματος, που λειαίνει το στημόνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + μίτος «κλωστή του στημονιού, νήμα» (πρβλ. αμφί-μιτος, λεπτό-μιτος)].

Greek Monotonic

λειόμῐτος: -ον, αυτός που ισιώνει τους μίτους του υφάσματος, σε Ανθ.

Middle Liddell

λειό-μῐτος, ον
smoothing the warp, Anth.