ξυνήϊος: Difference between revisions
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ksyniios | |Transliteration C=ksyniios | ||
|Beta Code=cunh/i+os | |Beta Code=cunh/i+os | ||
|Definition=η, ον, Ep. and Ion. ([[ξύνειος]] is not found), | |Definition=η, ον, Ep. and Ion. ([[ξύνειος]] is not found), common: neut. pl. [[ξυνήϊα]], τά, [[common stock]], Il.1.124, 23.809. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ξυνήϊος]], -ΐη, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στο κοινόν, σε πολλούς [[μαζί]], [[κοινός]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ξυνήϊα</i><br />[[κοινή]] [[περιουσία]], πράγματα που ανήκουν σε πολλούς [[μαζί]], [[ιδίως]] η [[κοινή]] [[ιδιοκτησία]] τών λαφύρων («οὐδ' ἔτι που [[ἴδμεν]] ξυνήϊα [[κείμενα]] [[πολλά]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξυνός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήϊος</i> ( | |mltxt=[[ξυνήϊος]], -ΐη, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στο κοινόν, σε πολλούς [[μαζί]], [[κοινός]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ξυνήϊα</i><br />[[κοινή]] [[περιουσία]], πράγματα που ανήκουν σε πολλούς [[μαζί]], [[ιδίως]] η [[κοινή]] [[ιδιοκτησία]] τών λαφύρων («οὐδ' ἔτι που [[ἴδμεν]] ξυνήϊα [[κείμενα]] [[πολλά]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξυνός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήϊος</i> ([[πρβλ]]. [[θεήϊος]]). Ο τ. <i>ξυνήϊα</i> αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. του πληθ. του ουδ., [[κατά]] τα <i>ξενήϊα</i>, <i>πρεσβήϊα</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Latest revision as of 11:19, 25 August 2023
English (LSJ)
η, ον, Ep. and Ion. (ξύνειος is not found), common: neut. pl. ξυνήϊα, τά, common stock, Il.1.124, 23.809.
German (Pape)
[Seite 282] ep. u. ion. für ξύνειος, = ξυνός, gemeinsam; οὐδ' ἔτι που ἴδμεν ξυνήϊα κείμενα, Il. 1, 124, gemeinsames Eigenthum, das dem ganzen Heere gehört, noch nicht vertheilt ist, vgl. 23, 809.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
épq. et ion. p. *ξύνειος, c. ξυνός.
Greek Monolingual
ξυνήϊος, -ΐη, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει στο κοινόν, σε πολλούς μαζί, κοινός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ξυνήϊα
κοινή περιουσία, πράγματα που ανήκουν σε πολλούς μαζί, ιδίως η κοινή ιδιοκτησία τών λαφύρων («οὐδ' ἔτι που ἴδμεν ξυνήϊα κείμενα πολλά», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυνός + κατάλ. -ήϊος (πρβλ. θεήϊος). Ο τ. ξυνήϊα αποτελεί ουσιαστικοποιημένο τ. του πληθ. του ουδ., κατά τα ξενήϊα, πρεσβήϊα].
Greek Monotonic
ξῡνήϊος: -η, -ον, Επικ. και Ιων. αντί ξύνειος, που δεν απαντά· ξυνήϊα, κοινή περιουσία, κοινό απόθεμα, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ξῡνήϊος: эп.-ион. = ξυνός.