ποικιλόστολος: Difference between revisions

From LSJ

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=poikilostolos
|Transliteration C=poikilostolos
|Beta Code=poikilo/stolos
|Beta Code=poikilo/stolos
|Definition=ον, of a ship, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[with variegated prow]], <span class="bibl">S.<span class="title">Ph.</span>343</span>.</span>
|Definition=ποικιλόστολον, of a ship, [[with variegated prow]], S.''Ph.''343.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0650.png Seite 650]] bunt gekleidet, übh. von buntem Aeußern, [[ναῦς]], Soph. Phil. 343, wobei einige Ausleger an das hom. [[μιλτοπάρῃος]], andere an ἐΰσσελμος, [[πολύζυγος]] u. ä. denken, Eust. aber erkl. πολλοῖς χρώμασι ποικιλλόμενον.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0650.png Seite 650]] bunt gekleidet, übh. von buntem Aeußern, [[ναῦς]], Soph. Phil. 343, wobei einige Ausleger an das hom. [[μιλτοπάρῃος]], andere an ἐΰσσελμος, [[πολύζυγος]] u. ä. denken, Eust. aber erkl. πολλοῖς χρώμασι ποικιλλόμενον.
}}
{{ls
|lstext='''ποικῐλόστολος''': -ον, ἐπὶ πλοίου, ὁ ἔχων τὴν πρῷραν ποικίλως κεκοσμημένην, πολλοῖς χρώμασι πεποικιλμένην, (ἴδε [[στόλος]] ἐν τέλ.), Σοφ. Φιλ. 343, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσεις σ. 274.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à la robe tachetée, <i>càd</i> à la proue peinte de couleurs variées.<br />'''Étymologie:''' [[ποικίλος]], [[στολή]].
|btext=ος, ον :<br />à la robe tachetée, <i>càd</i> à la proue peinte de couleurs variées.<br />'''Étymologie:''' [[ποικίλος]], [[στολή]].
}}
{{elnl
|elnltext=ποικιλόστολος -ον &#91;[[ποικίλος]], [[στολή]]] [[bont versierd]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 25:
|lsmtext='''ποικῐλόστολος:''' -ον ([[στόλος]] II), λέγεται για [[πλοίο]], με [[πλώρη]] πολύχρωμη, σε Σοφ.
|lsmtext='''ποικῐλόστολος:''' -ον ([[στόλος]] II), λέγεται για [[πλοίο]], με [[πλώρη]] πολύχρωμη, σε Σοφ.
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=ποικιλόστολος -ον [ποικίλος, στολή] bont versierd.
|lstext='''ποικῐλόστολος''': -ον, ἐπὶ πλοίου, ὁ ἔχων τὴν πρῷραν ποικίλως κεκοσμημένην, πολλοῖς χρώμασι πεποικιλμένην, (ἴδε [[στόλος]] ἐν τέλ.), Σοφ. Φιλ. 343, [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Jebb. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσεις σ. 274.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ποικῐλό-στολος, ον, [[στόλος]] II]<br />of a [[ship]], with [[variegated]] [[prow]], Soph.
|mdlsjtxt=ποικῐλό-στολος, ον, [[στόλος]] II]<br />of a [[ship]], with [[variegated]] [[prow]], Soph.
}}
}}

Latest revision as of 13:17, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποικῐλόστολος Medium diacritics: ποικιλόστολος Low diacritics: ποικιλόστολος Capitals: ΠΟΙΚΙΛΟΣΤΟΛΟΣ
Transliteration A: poikilóstolos Transliteration B: poikilostolos Transliteration C: poikilostolos Beta Code: poikilo/stolos

English (LSJ)

ποικιλόστολον, of a ship, with variegated prow, S.Ph.343.

German (Pape)

[Seite 650] bunt gekleidet, übh. von buntem Aeußern, ναῦς, Soph. Phil. 343, wobei einige Ausleger an das hom. μιλτοπάρῃος, andere an ἐΰσσελμος, πολύζυγος u. ä. denken, Eust. aber erkl. πολλοῖς χρώμασι ποικιλλόμενον.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à la robe tachetée, càd à la proue peinte de couleurs variées.
Étymologie: ποικίλος, στολή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποικιλόστολος -ον [ποικίλος, στολή] bont versierd.

Greek Monolingual

και δ. γρφ. ποικιλόστομος, -ον, Α
(για πλοίο) αυτός που έχει διακοσμημένη πλώρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποικίλος + -στολος (< στόλος < στέλλω). Ο τ. ποικιλόστομος < ποικίλος + -στομος (< στόμα)].

Greek Monotonic

ποικῐλόστολος: -ον (στόλος II), λέγεται για πλοίο, με πλώρη πολύχρωμη, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

ποικῐλόστολος: -ον, ἐπὶ πλοίου, ὁ ἔχων τὴν πρῷραν ποικίλως κεκοσμημένην, πολλοῖς χρώμασι πεποικιλμένην, (ἴδε στόλος ἐν τέλ.), Σοφ. Φιλ. 343, ἔνθα ἴδε σημ. Jebb. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσεις σ. 274.

Middle Liddell

ποικῐλό-στολος, ον, στόλος II]
of a ship, with variegated prow, Soph.