πολύχωστος: Difference between revisions

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polychostos
|Transliteration C=polychostos
|Beta Code=polu/xwstos
|Beta Code=polu/xwstos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[high-heaped]], τάφος <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>351</span> (lyr.).</span>
|Definition=πολύχωστον, [[high-heaped]], τάφος A.''Ch.''351 (lyr.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0677.png Seite 677]] viel oder hoch aufgeschüttet, [[τάφος]], Aesch. Ch. 346.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0677.png Seite 677]] viel oder hoch aufgeschüttet, [[τάφος]], Aesch. Ch. 346.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''πολύχωστος''': -ον, ὁ ἐκ μεγάλων σωρῶν χώματος ἀποτελούμενος, πολύχωστον… τάφον Αἰσχύλ. Χο 350.
|btext=ος, ον :<br />[[formé d'un grand amas de terre]].<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[χώννυμι]].
}}
{{elnl
|elnltext=πολύχωστος -ον &#91;[[πολύς]], [[χώννυμι]]] [[hoog opgeworpen]]:. π. τάφος een hoge grafheuvel Aeschl. Ch. 351.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ος, ον :<br />formé d’un grand amas de terre.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[χώννυμι]].
|elrutext='''πολύχωστος:''' [[высоко насыпанный]], [[высокий]] ([[τάφος]] Aesch.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός στον οποίο έχει τοποθετηθεί πολύ [[χώμα]] [[έτσι]] ώστε να μοιάζει με λόφο, αυτός [[πάνω]] στον οποίο έχει συσσωρευθεί πολύ [[χώμα]] και σε μεγάλο ύψος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χωστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[χώννυμι]]), <b>πρβλ.</b> <i>αμμό</i>-<i>χωστος</i>].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός στον οποίο έχει τοποθετηθεί πολύ [[χώμα]] [[έτσι]] ώστε να μοιάζει με λόφο, αυτός [[πάνω]] στον οποίο έχει συσσωρευθεί πολύ [[χώμα]] και σε μεγάλο ύψος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χωστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[χώννυμι]]), [[πρβλ]]. [[αμμόχωστος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολύχωστος:''' -ον, αυτός που αποτελείται από μεγάλο σωρό χώματος, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''πολύχωστος:''' -ον, αυτός που αποτελείται από μεγάλο σωρό χώματος, σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πολύχωστος:''' высоко насыпанный, высокий ([[τάφος]] Aesch.).
|lstext='''πολύχωστος''': -ον, ὁ ἐκ μεγάλων σωρῶν χώματος ἀποτελούμενος, πολύχωστον… τάφον Αἰσχύλ. Χο 350.
}}
{{elnl
|elnltext=πολύχωστος -ον [πολύς, χώννυμι] hoog opgeworpen:. π. τάφος een hoge grafheuvel Aeschl. Ch. 351.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-χωστος, ον,<br />[[high]]-heaped, Aesch.
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-χωστος, ον,<br />[[high]]-heaped, Aesch.
}}
}}

Latest revision as of 12:09, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύχωστος Medium diacritics: πολύχωστος Low diacritics: πολύχωστος Capitals: ΠΟΛΥΧΩΣΤΟΣ
Transliteration A: polýchōstos Transliteration B: polychōstos Transliteration C: polychostos Beta Code: polu/xwstos

English (LSJ)

πολύχωστον, high-heaped, τάφος A.Ch.351 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 677] viel oder hoch aufgeschüttet, τάφος, Aesch. Ch. 346.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
formé d'un grand amas de terre.
Étymologie: πολύς, χώννυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύχωστος -ον [πολύς, χώννυμι] hoog opgeworpen:. π. τάφος een hoge grafheuvel Aeschl. Ch. 351.

Russian (Dvoretsky)

πολύχωστος: высоко насыпанный, высокий (τάφος Aesch.).

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός στον οποίο έχει τοποθετηθεί πολύ χώμα έτσι ώστε να μοιάζει με λόφο, αυτός πάνω στον οποίο έχει συσσωρευθεί πολύ χώμα και σε μεγάλο ύψος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + χωστός (< χώννυμι), πρβλ. αμμόχωστος].

Greek Monotonic

πολύχωστος: -ον, αυτός που αποτελείται από μεγάλο σωρό χώματος, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

πολύχωστος: -ον, ὁ ἐκ μεγάλων σωρῶν χώματος ἀποτελούμενος, πολύχωστον… τάφον Αἰσχύλ. Χο 350.

Middle Liddell

πολύ-χωστος, ον,
high-heaped, Aesch.