σιδηροχάρμης: Difference between revisions
Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (1 revision imported) |
||
(8 intermediate revisions by 2 users not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sidirocharmis | |Transliteration C=sidirocharmis | ||
|Beta Code=sidhroxa/rmhs | |Beta Code=sidhroxa/rmhs | ||
|Definition= | |Definition=σιδηροχάρμου, ὁ, [[fighting]] (or perhaps [[exult]]ing) in [[iron]], [[epithet]] of mailed war-horses, Pi.''P.''2.2; cf. [[χαλκοχάρμης]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0880.png Seite 880]] ὁ, in Eisen kämpfend, Beiw. der gepanzerten Kampfrosse, Pind. P. 2, 2. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0880.png Seite 880]] ὁ, in Eisen kämpfend, Beiw. der gepanzerten Kampfrosse, Pind. P. 2, 2. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=σιδηροχάρμης -ου [[[σίδηρος]], [[χάρμα]]] Dor. gen. plur. σιδαροχαρμᾶν, strijdend in ijzer. Pind. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σῐδηροχάρμης:''' дор. σῐδᾱροχάρμᾱς, ᾱ adj. m [[сражающийся в железной броне]] (''[[sc.]]'' [[ἵππος]] Pind.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α<br />(για άλογα) αυτός που μάχεται φορώντας σιδερένιο θώρακα<br /><b>2.</b> <b>πιθ.</b> αυτός που βαδίζει καμαρωτά φορώντας σιδερένιο θώρακα<br /><b>3.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[μαχητικός]], [[φιλοπόλεμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σιδηρο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[χάρμης]] (<span style="color: red;"><</span> [[χάρμη]] <span style="color: red;"><</span> [[χαίρω]]), | |mltxt=ὁ, Α<br />(για άλογα) αυτός που μάχεται φορώντας σιδερένιο θώρακα<br /><b>2.</b> <b>πιθ.</b> αυτός που βαδίζει καμαρωτά φορώντας σιδερένιο θώρακα<br /><b>3.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[μαχητικός]], [[φιλοπόλεμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σιδηρο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[χάρμης]] (<span style="color: red;"><</span> [[χάρμη]] <span style="color: red;"><</span> [[χαίρω]]), [[πρβλ]]. [[χαλκοχάρμης]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σῐδηροχάρμης:''' -ου, ὁ, αυτός που μάχεται με (ή πιθ. βρίσκει υπερβολική [[ευχαρίστηση]] στα) σιδερένια όπλα, επίθ. για πολεμικά σιδερόφρακτα άλογα, σε Πίνδ. | |lsmtext='''σῐδηροχάρμης:''' -ου, ὁ, αυτός που μάχεται με (ή πιθ. βρίσκει υπερβολική [[ευχαρίστηση]] στα) σιδερένια όπλα, επίθ. για πολεμικά σιδερόφρακτα άλογα, σε Πίνδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''σῐδηροχάρμης''': -ου, ὁ, ὁ μαχόμενος (ἢ [[ἴσως]] ὁ γαυριῶν) ἐν τῷ σιδήρῳ, ἐπὶ τεθωρακισμένων ἵππων, [[φιλοπόλεμος]], Πινδ. Π. 2. 4· πρβλ. [[χαλκοχάρμης]]. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=σῐδηρο-χάρμης, ου, ὁ,<br />[[fighting]] (or [[perhaps]] exulting) in [[iron]], | |mdlsjtxt=σῐδηρο-χάρμης, ου, ὁ,<br />[[fighting]] (or [[perhaps]] exulting) in [[iron]], [[epithet]] of war-horses, Pind. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:46, 3 October 2024
English (LSJ)
σιδηροχάρμου, ὁ, fighting (or perhaps exulting) in iron, epithet of mailed war-horses, Pi.P.2.2; cf. χαλκοχάρμης.
German (Pape)
[Seite 880] ὁ, in Eisen kämpfend, Beiw. der gepanzerten Kampfrosse, Pind. P. 2, 2.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σιδηροχάρμης -ου [σίδηρος, χάρμα] Dor. gen. plur. σιδαροχαρμᾶν, strijdend in ijzer. Pind.
Russian (Dvoretsky)
σῐδηροχάρμης: дор. σῐδᾱροχάρμᾱς, ᾱ adj. m сражающийся в железной броне (sc. ἵππος Pind.).
Greek Monolingual
ὁ, Α
(για άλογα) αυτός που μάχεται φορώντας σιδερένιο θώρακα
2. πιθ. αυτός που βαδίζει καμαρωτά φορώντας σιδερένιο θώρακα
3. (κατ' επέκτ.) μαχητικός, φιλοπόλεμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -χάρμης (< χάρμη < χαίρω), πρβλ. χαλκοχάρμης].
Greek Monotonic
σῐδηροχάρμης: -ου, ὁ, αυτός που μάχεται με (ή πιθ. βρίσκει υπερβολική ευχαρίστηση στα) σιδερένια όπλα, επίθ. για πολεμικά σιδερόφρακτα άλογα, σε Πίνδ.
Greek (Liddell-Scott)
σῐδηροχάρμης: -ου, ὁ, ὁ μαχόμενος (ἢ ἴσως ὁ γαυριῶν) ἐν τῷ σιδήρῳ, ἐπὶ τεθωρακισμένων ἵππων, φιλοπόλεμος, Πινδ. Π. 2. 4· πρβλ. χαλκοχάρμης.
Middle Liddell
σῐδηρο-χάρμης, ου, ὁ,
fighting (or perhaps exulting) in iron, epithet of war-horses, Pind.