σιδηροχάρμης: Difference between revisions

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (1 revision imported)
 
(8 intermediate revisions by 2 users not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sidirocharmis
|Transliteration C=sidirocharmis
|Beta Code=sidhroxa/rmhs
|Beta Code=sidhroxa/rmhs
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[fighting]] (or perhaps [[exulting]]) [[in iron]], epith. of mailed war-horses, <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>2.2</span>; cf. [[χαλκοχάρμης]].</span>
|Definition=σιδηροχάρμου, ὁ, [[fighting]] (or perhaps [[exult]]ing) in [[iron]], [[epithet]] of mailed war-horses, Pi.''P.''2.2; cf. [[χαλκοχάρμης]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0880.png Seite 880]] ὁ, in Eisen kämpfend, Beiw. der gepanzerten Kampfrosse, Pind. P. 2, 2.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0880.png Seite 880]] ὁ, in Eisen kämpfend, Beiw. der gepanzerten Kampfrosse, Pind. P. 2, 2.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σῐδηροχάρμης''': -ου, ὁ, ὁ μαχόμενος (ἢ [[ἴσως]] ὁ γαυριῶν) ἐν τῷ σιδήρῳ, ἐπὶ τεθωρακισμένων ἵππων, [[φιλοπόλεμος]], Πινδ. Π. 2. 4· πρβλ. [[χαλκοχάρμης]].
|elnltext=σιδηροχάρμης -ου &#91;[[σίδηρος]], [[χάρμα]]] Dor. gen. plur. σιδαροχαρμᾶν, strijdend in ijzer. Pind.
}}
{{elru
|elrutext='''σῐδηροχάρμης:''' дор. σῐδᾱροχάρμᾱς, ᾱ adj. m [[сражающийся в железной броне]] (''[[sc.]]'' [[ἵππος]] Pind.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />(για άλογα) αυτός που μάχεται φορώντας σιδερένιο θώρακα<br /><b>2.</b> <b>πιθ.</b> αυτός που βαδίζει καμαρωτά φορώντας σιδερένιο θώρακα<br /><b>3.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[μαχητικός]], [[φιλοπόλεμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σιδηρο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[χάρμης]] (<span style="color: red;"><</span> [[χάρμη]] <span style="color: red;"><</span> [[χαίρω]]), <b>πρβλ.</b> <i>χαλκο</i>-[[χάρμης]]].
|mltxt=ὁ, Α<br />(για άλογα) αυτός που μάχεται φορώντας σιδερένιο θώρακα<br /><b>2.</b> <b>πιθ.</b> αυτός που βαδίζει καμαρωτά φορώντας σιδερένιο θώρακα<br /><b>3.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[μαχητικός]], [[φιλοπόλεμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σιδηρο</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[χάρμης]] (<span style="color: red;"><</span> [[χάρμη]] <span style="color: red;"><</span> [[χαίρω]]), [[πρβλ]]. [[χαλκοχάρμης]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σῐδηροχάρμης:''' -ου, ὁ, αυτός που μάχεται με (ή πιθ. βρίσκει υπερβολική [[ευχαρίστηση]] στα) σιδερένια όπλα, επίθ. για πολεμικά σιδερόφρακτα άλογα, σε Πίνδ.
|lsmtext='''σῐδηροχάρμης:''' -ου, ὁ, αυτός που μάχεται με (ή πιθ. βρίσκει υπερβολική [[ευχαρίστηση]] στα) σιδερένια όπλα, επίθ. για πολεμικά σιδερόφρακτα άλογα, σε Πίνδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σῐδηροχάρμης:''' дор. σῐδᾱροχάρμᾱς, ᾱ adj. m сражающийся в железной броне (sc. [[ἵππος]] Pind.).
|lstext='''σῐδηροχάρμης''': -ου, ὁ, ὁ μαχόμενος ([[ἴσως]] ὁ γαυριῶν) ἐν τῷ σιδήρῳ, ἐπὶ τεθωρακισμένων ἵππων, [[φιλοπόλεμος]], Πινδ. Π. 2. 4· πρβλ. [[χαλκοχάρμης]].
}}
{{elnl
|elnltext=σιδηροχάρμης -ου [σίδηρος, χάρμα] Dor. gen. plur. σιδαροχαρμᾶν, strijdend in ijzer. Pind.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σῐδηρο-χάρμης, ου, ὁ,<br />[[fighting]] (or [[perhaps]] exulting) in [[iron]], epith. of war-horses, Pind.
|mdlsjtxt=σῐδηρο-χάρμης, ου, ὁ,<br />[[fighting]] (or [[perhaps]] exulting) in [[iron]], [[epithet]] of war-horses, Pind.
}}
}}

Latest revision as of 16:46, 3 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηροχάρμης Medium diacritics: σιδηροχάρμης Low diacritics: σιδηροχάρμης Capitals: ΣΙΔΗΡΟΧΑΡΜΗΣ
Transliteration A: sidērochármēs Transliteration B: sidērocharmēs Transliteration C: sidirocharmis Beta Code: sidhroxa/rmhs

English (LSJ)

σιδηροχάρμου, ὁ, fighting (or perhaps exulting) in iron, epithet of mailed war-horses, Pi.P.2.2; cf. χαλκοχάρμης.

German (Pape)

[Seite 880] ὁ, in Eisen kämpfend, Beiw. der gepanzerten Kampfrosse, Pind. P. 2, 2.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιδηροχάρμης -ου [σίδηρος, χάρμα] Dor. gen. plur. σιδαροχαρμᾶν, strijdend in ijzer. Pind.

Russian (Dvoretsky)

σῐδηροχάρμης: дор. σῐδᾱροχάρμᾱς, ᾱ adj. m сражающийся в железной броне (sc. ἵππος Pind.).

Greek Monolingual

ὁ, Α
(για άλογα) αυτός που μάχεται φορώντας σιδερένιο θώρακα
2. πιθ. αυτός που βαδίζει καμαρωτά φορώντας σιδερένιο θώρακα
3. (κατ' επέκτ.) μαχητικός, φιλοπόλεμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -χάρμης (< χάρμη < χαίρω), πρβλ. χαλκοχάρμης].

Greek Monotonic

σῐδηροχάρμης: -ου, ὁ, αυτός που μάχεται με (ή πιθ. βρίσκει υπερβολική ευχαρίστηση στα) σιδερένια όπλα, επίθ. για πολεμικά σιδερόφρακτα άλογα, σε Πίνδ.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηροχάρμης: -ου, ὁ, ὁ μαχόμενος (ἢ ἴσως ὁ γαυριῶν) ἐν τῷ σιδήρῳ, ἐπὶ τεθωρακισμένων ἵππων, φιλοπόλεμος, Πινδ. Π. 2. 4· πρβλ. χαλκοχάρμης.

Middle Liddell

σῐδηρο-χάρμης, ου, ὁ,
fighting (or perhaps exulting) in iron, epithet of war-horses, Pind.