τετράχρονος: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tetrachronos
|Transliteration C=tetrachronos
|Beta Code=tetra/xronos
|Beta Code=tetra/xronos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> <b class="b2">containing four time-units</b>, <span class="bibl">Heph.3.1</span>, <span class="bibl">A.D.<span class="title">Pron.</span>35.11</span>; λέξις <span class="bibl">Anon.Rhythm.<span class="title">Oxy.</span>9 v 11</span>, <span class="bibl">Eust. 1407.43</span>.</span>
|Definition=τετράχρονον, [[containing four time-units]], Heph.3.1, A.D.''Pron.''35.11; λέξις Anon.Rhythm.''Oxy.''9 v 11, Eust. 1407.43.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[τετράχρονος]], -ον, ΝΑ<br /><b>(μετρ.)</b> αυτός που περιλαμβάνει [[τέσσερεις]] χρόνους («[[τετράχρονος]] [[πους]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο ηλικίας τεσσάρων χρόνων, [[τετραετής]] («τετράχρονο [[παιδί]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που διαρκεί [[τέσσερα]] [[χρόνια]] (α. «τετράχρονο [[πρόγραμμα]]» β. «τετράχρονη [[εκπαίδευση]]»)<br /><b>3.</b> (για μηχανές) αυτός που εκτελεί σε [[τέσσερεις]] χρόνους πλήρη κύκλο κινητικής λειτουργίας<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τετράχρονο</i><br />[[τετραετία]]<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα τετράχρονα</i><br />η τέταρτη [[επέτειος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χρόνος]] (<b>πρβλ.</b> <i>τρί</i>-<i>χρονος</i>)].
|mltxt=-η, -ο / [[τετράχρονος]], -ον, ΝΑ<br /><b>(μετρ.)</b> αυτός που περιλαμβάνει [[τέσσερεις]] χρόνους («[[τετράχρονος]] [[πους]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο ηλικίας τεσσάρων χρόνων, [[τετραετής]] («τετράχρονο [[παιδί]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που διαρκεί [[τέσσερα]] [[χρόνια]] (α. «τετράχρονο [[πρόγραμμα]]» β. «τετράχρονη [[εκπαίδευση]]»)<br /><b>3.</b> (για μηχανές) αυτός που εκτελεί σε [[τέσσερεις]] χρόνους πλήρη κύκλο κινητικής λειτουργίας<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τετράχρονο</i><br />[[τετραετία]]<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα τετράχρονα</i><br />η τέταρτη [[επέτειος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χρόνος]] ([[πρβλ]]. [[τρίχρονος]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:15, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράχρονος Medium diacritics: τετράχρονος Low diacritics: τετράχρονος Capitals: ΤΕΤΡΑΧΡΟΝΟΣ
Transliteration A: tetráchronos Transliteration B: tetrachronos Transliteration C: tetrachronos Beta Code: tetra/xronos

English (LSJ)

τετράχρονον, containing four time-units, Heph.3.1, A.D.Pron.35.11; λέξις Anon.Rhythm.Oxy.9 v 11, Eust. 1407.43.

German (Pape)

[Seite 1100] vierzeitig, von viererlei Tempo, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

τετράχρονος: -ον, ὁ περιλαμβάνων τέσσαρας χρόνους, Λογγίνου Ἀποσπ. 3. 14· - χρόνιος, ον, Γραμμ.

Greek Monolingual

-η, -ο / τετράχρονος, -ον, ΝΑ
(μετρ.) αυτός που περιλαμβάνει τέσσερεις χρόνους («τετράχρονος πους»)
νεοελλ.
1. ο ηλικίας τεσσάρων χρόνων, τετραετής («τετράχρονο παιδί»)
2. αυτός που διαρκεί τέσσερα χρόνια (α. «τετράχρονο πρόγραμμα» β. «τετράχρονη εκπαίδευση»)
3. (για μηχανές) αυτός που εκτελεί σε τέσσερεις χρόνους πλήρη κύκλο κινητικής λειτουργίας
4. το ουδ. ως ουσ. το τετράχρονο
τετραετία
5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τετράχρονα
η τέταρτη επέτειος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + χρόνος (πρβλ. τρίχρονος)].