ὁποτέρωσε: Difference between revisions

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
(CSV import)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=opoterose
|Transliteration C=opoterose
|Beta Code=o(pote/rwse
|Beta Code=o(pote/rwse
|Definition=Adv.<span class="sense"><span class="bld">A</span> <b class="b2">in which of two directions, to which of two places</b>, <span class="bibl">Th.1.63</span>,<span class="bibl">5.65</span> ; ἐπορεύετο ὁ. βουληθείη <span class="bibl">Pl.<span class="title">Smp.</span>190a</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> <b class="b3">οὐδ' ὁποτέρωσε</b> (or <b class="b3">οὐδοπ-</b>) [[in neither of two directions]], Dosith.<span class="bibl">p.410</span> K.</span>
|Definition=Adv.<br><span class="bld">A</span> [[in which of two directions]], [[to which of two places]], Th.1.63,5.65; ἐπορεύετο ὁ. βουληθείη [[Plato|Pl.]]''[[Symposium|Smp.]]'' 190a.<br><span class="bld">2</span> <b class="b3">οὐδ' ὁποτέρωσε</b> (or <b class="b3">οὐδοπ-</b>) [[in neither of two directions]], Dosith.p.410 K.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0363.png Seite 363]] nach welcher von beiden Seiten hin; ἠπόρησε μέν, [[ὁποτέρωσε]] διακινδυνεύσει χωρήσας, ἢ ἐπὶ τῆς Ὀλύνθου ἢ ἐς τὴν Ποτίδαιαν, Thuc. 1, 63; c. opt., Plat. Conv. 190 a.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0363.png Seite 363]] nach welcher von beiden Seiten hin; ἠπόρησε μέν, [[ὁποτέρωσε]] διακινδυνεύσει χωρήσας, ἢ ἐπὶ τῆς Ὀλύνθου ἢ ἐς τὴν Ποτίδαιαν, Thuc. 1, 63; c. opt., Plat. Conv. 190 a.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv. relat.</i><br />[[vers lequel des deux endroits]].<br />'''Étymologie:''' [[ὁπότερος]], -[[σε]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὁποτέρωσε:''' adv. в каком направлении из обоих, в которую сторону Plat.: ἠπόρησε, ὁ. διακινδυνεύσῃ χωρήσας Thuc. (Аристей) заколебался, в каком из двух направлений пробиваться.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁποτέρωσε''': πρὸς ὁποῖον ἐκ τῶν δύο μερῶν, Θουκ. 1. 63., 5. 65. 2) καθ’ ὁποῖον ἐκ τῶν δύο τρόπων, ὁπ. βουληθείη Πλάτ. Συμπ. 190Α.
|lstext='''ὁποτέρωσε''': πρὸς ὁποῖον ἐκ τῶν δύο μερῶν, Θουκ. 1. 63., 5. 65. 2) καθ’ ὁποῖον ἐκ τῶν δύο τρόπων, ὁπ. βουληθείη Πλάτ. Συμπ. 190Α.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv. relat.</i><br />vers lequel des deux endroits.<br />'''Étymologie:''' [[ὁπότερος]], -[[σε]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὁποτέρωσε]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> [[προς]] ποιο από τα δύο μέρη ή [[προς]] ποια από τις δύο διευθύνσεις<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «οὐδ' [[ὁποτέρωσε]]» — σε κανένα από τα δύο μέρη ή σε καμία από τις δύο διευθύνσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὁποτέρως]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>σε</i> (<b>πρβλ.</b> <i>μηδετέρω</i>-<i>σε</i>)].
|mltxt=[[ὁποτέρωσε]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> [[προς]] ποιο από τα δύο μέρη ή [[προς]] ποια από τις δύο διευθύνσεις<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «οὐδ' [[ὁποτέρωσε]]» — σε κανένα από τα δύο μέρη ή σε καμία από τις δύο διευθύνσεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὁποτέρως]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>σε</i> ([[πρβλ]]. [[μηδετέρωσε]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὁποτέρωσε:''' επίρρ.,<br /><b class="num">1.</b> προς οποιαδήποτε από τις [[δύο]] πλευρές σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με ποιον από τους [[δύο]] τρόπους, [[ὁποτέρωσε]] βουληθείη, σε Πλάτ.
|lsmtext='''ὁποτέρωσε:''' επίρρ.,<br /><b class="num">1.</b> προς οποιαδήποτε από τις [[δύο]] πλευρές σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> με ποιον από τους [[δύο]] τρόπους, [[ὁποτέρωσε]] βουληθείη, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὁποτέρωσε:''' adv. в каком направлении из обоих, в которую сторону Plat.: ἠπόρησε, ὁ. διακινδυνεύσῃ χωρήσας Thuc. (Аристей) заколебался, в каком из двух направлений пробиваться.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">1.</b> to [[whichever]] of two sides, Thuc.<br /><b class="num">2.</b> in [[which]] of two ways, ὁπ. βουληθείη Plat.
|mdlsjtxt=<b class="num">1.</b> to [[whichever]] of two sides, Thuc.<br /><b class="num">2.</b> in [[which]] of two ways, ὁπ. βουληθείη Plat.
}}
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[whither of two directions]]
|woodrun=[[whither of two directions]]
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[in utram partem]]'', [[in either direction]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.63.1/ 1.63.1], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:5.65.4/ 5.65.4].
}}
}}

Latest revision as of 14:36, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁποτέρωσε Medium diacritics: ὁποτέρωσε Low diacritics: οποτέρωσε Capitals: ΟΠΟΤΕΡΩΣΕ
Transliteration A: hopotérōse Transliteration B: hopoterōse Transliteration C: opoterose Beta Code: o(pote/rwse

English (LSJ)

Adv.
A in which of two directions, to which of two places, Th.1.63,5.65; ἐπορεύετο ὁ. βουληθείη Pl.Smp. 190a.
2 οὐδ' ὁποτέρωσε (or οὐδοπ-) in neither of two directions, Dosith.p.410 K.

German (Pape)

[Seite 363] nach welcher von beiden Seiten hin; ἠπόρησε μέν, ὁποτέρωσε διακινδυνεύσει χωρήσας, ἢ ἐπὶ τῆς Ὀλύνθου ἢ ἐς τὴν Ποτίδαιαν, Thuc. 1, 63; c. opt., Plat. Conv. 190 a.

French (Bailly abrégé)

adv. relat.
vers lequel des deux endroits.
Étymologie: ὁπότερος, -σε.

Russian (Dvoretsky)

ὁποτέρωσε: adv. в каком направлении из обоих, в которую сторону Plat.: ἠπόρησε, ὁ. διακινδυνεύσῃ χωρήσας Thuc. (Аристей) заколебался, в каком из двух направлений пробиваться.

Greek (Liddell-Scott)

ὁποτέρωσε: πρὸς ὁποῖον ἐκ τῶν δύο μερῶν, Θουκ. 1. 63., 5. 65. 2) καθ’ ὁποῖον ἐκ τῶν δύο τρόπων, ὁπ. βουληθείη Πλάτ. Συμπ. 190Α.

Greek Monolingual

ὁποτέρωσε (Α)
επίρρ.
1. προς ποιο από τα δύο μέρη ή προς ποια από τις δύο διευθύνσεις
2. φρ. «οὐδ' ὁποτέρωσε» — σε κανένα από τα δύο μέρη ή σε καμία από τις δύο διευθύνσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁποτέρως + επιρρμ. κατάλ. -σε (πρβλ. μηδετέρωσε)].

Greek Monotonic

ὁποτέρωσε: επίρρ.,
1. προς οποιαδήποτε από τις δύο πλευρές σε Θουκ.
2. με ποιον από τους δύο τρόπους, ὁποτέρωσε βουληθείη, σε Πλάτ.

Middle Liddell

1. to whichever of two sides, Thuc.
2. in which of two ways, ὁπ. βουληθείη Plat.

English (Woodhouse)

whither of two directions

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

in utram partem, in either direction, 1.63.1, 5.65.4.