ἀναστομωτικός: Difference between revisions

From LSJ

ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.

Source
m (LSJ1 replacement)
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anastomotikos
|Transliteration C=anastomotikos
|Beta Code=a)nastomwtiko/s
|Beta Code=a)nastomwtiko/s
|Definition=ή, όν, = [[ἀναστομωτήριος]] ([[proper for opening]]), Dsc. 1.4, Antyll. ap. Orib. 10.25.2.
|Definition=ἀναστομωτική, ἀναστομωτικόν, = [[ἀναστομωτήριος]] ([[proper for opening]]), Dsc. 1.4, Antyll. ap. Orib. 10.25.2.
}}
{{DGE
|dgtxt=-όν<br />[[apropiado para abrir los conductos]], [[dilatador]], [[anastomótico]], [[δύναμις]] Dsc.1.4, cf. Antyll. en Orib.10.25.3, Cels.5.18.25.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναστομωτικός''': -ή, -όν, ὁ προκαλῶν ἐκροὴν αἵματος ἢ ἄλλου ὑγροῦ, τοῖς ἀναστομωτικοῖς χρώμεθα, [[ἐπειδὰν]] κάθαρσιν ἐπεσχημένην προκαλεῖσθαι θέλωμεν Ἄντυλλ. παρ᾿ Ὀρειβ. ΙΙ, 411. 11: ‒ διεγερτικὸν ὀρέξεως, Διοσκ. 1. 4.
|lstext='''ἀναστομωτικός''': -ή, -όν, ὁ προκαλῶν ἐκροὴν αἵματος ἢ ἄλλου ὑγροῦ, τοῖς ἀναστομωτικοῖς χρώμεθα, [[ἐπειδὰν]] κάθαρσιν ἐπεσχημένην προκαλεῖσθαι θέλωμεν Ἄντυλλ. παρ᾿ Ὀρειβ. ΙΙ, 411. 11: ‒ διεγερτικὸν ὀρέξεως, Διοσκ. 1. 4.
}}
{{DGE
|dgtxt=-όν<br />[[apropiado para abrir los conductos]], [[dilatador]], [[anastomótico]], [[δύναμις]] Dsc.1.4, cf. Antyll. en Orib.10.25.3, Cels.5.18.25.
}}
}}

Latest revision as of 09:19, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναστομωτικός Medium diacritics: ἀναστομωτικός Low diacritics: αναστομωτικός Capitals: ΑΝΑΣΤΟΜΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: anastomōtikós Transliteration B: anastomōtikos Transliteration C: anastomotikos Beta Code: a)nastomwtiko/s

English (LSJ)

ἀναστομωτική, ἀναστομωτικόν, = ἀναστομωτήριος (proper for opening), Dsc. 1.4, Antyll. ap. Orib. 10.25.2.

Spanish (DGE)

-όν
apropiado para abrir los conductos, dilatador, anastomótico, δύναμις Dsc.1.4, cf. Antyll. en Orib.10.25.3, Cels.5.18.25.

German (Pape)

[Seite 209] dasselbe, Medic., auch Eßlust erregend.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναστομωτικός: -ή, -όν, ὁ προκαλῶν ἐκροὴν αἵματος ἢ ἄλλου ὑγροῦ, τοῖς ἀναστομωτικοῖς χρώμεθα, ἐπειδὰν κάθαρσιν ἐπεσχημένην προκαλεῖσθαι θέλωμεν Ἄντυλλ. παρ᾿ Ὀρειβ. ΙΙ, 411. 11: ‒ διεγερτικὸν ὀρέξεως, Διοσκ. 1. 4.