Ταίναρος: Difference between revisions
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
m (Text replacement - " s.v. " to " s.v. ") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=Tainaros | |Transliteration C=Tainaros | ||
|Beta Code=*tai/naros | |Beta Code=*tai/naros | ||
|Definition=ἡ, | |Definition=ἡ, ''Taenarus'', a promontory at the southern end of Laconia, Pi.''P.''4.44, 174; also masc. or neut., Th.1.128, 133, 7.19; Ταίναρον ἠνεμόεντα Orph.''A.''1370: neut. Ταίναρον, τό, Str.8.5.1: in most passages the word occurs in an obl. case without an Adj., so that the gender is undetermined, as in ''h.Ap.''412, [[Herodotus|Hdt.]]1.23,24, Th. 1.133, Ar.''Ra.''187, etc.; Ποσειδῶν οὑπὶ Ταινάρῳ θεός Id.''Ach.''510; <b class="b3">πύλη τις ἐστὶ</b> (''[[sc.]]'' of the infernal regions) Ταινάρου πρὸς ἐσχάτοις Men.842, cf. Str. [[l.c.]]:—Adj. Ταινάριος, α, ον, Ταιναρίην ὑπὸ χθόνα A.R.1.102; [[epithet]] of Artemis, Euph.9.11; Τ. [[λίθος]], v. [[λίθος]] II.1: neut. pl. Ταινάρια, τά, festival of Poseidon at Taenarus, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] (-ίας cod.): hence [[Ταινάριοι]], οἱ, [[celebrants of this festival]], IG5(1).211.1:—also [[Ταιναρίζω]], [[celebrate this festival]], St.Byz. [[sub verbo|s.v.]] [[Ταίναρος]], and Ταιναρισταί, οἱ, = [[Ταινάριοι]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[Ταίναρον]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Ταίνᾰρος:''' ἡ Pind. = [[Ταίναρον]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Ταίνᾰρος''': ἡ, [[ἀκρωτήριον]] τῆς νοτιωτάτης ἄκρας τῆς Λακωνικῆς, Πινδ. Π. 4. 78 καὶ 310· καὶ ἀρσ. Ταίναρον ἠνεμόεντα Ὀρφ. Ἀργ. 1364· καὶ ὡς οὐδ., Ταίναρον, τό, Στράβ. 363. ― ἐν τοῖς πλείστοις χωρίοις ἡ [[λέξις]] ἀπαντᾷ κατ’ αἰτ. ἢ γεν. [[ἄνευ]] ἐπιθέτου, [[ὥστε]] τὸ γένος μένει ἀόριστον, [[οἷον]] ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλωνα 412, Ἡρόδ. κλπ.· ἐπὶ Ταίναρον ὁ αὐτ. 1. 23, 24, Θουκ. 1. 133, Ἀριστοφ. κλπ.· περὶ Ταίναρον Ἡρόδ. 7. 168· ἀπὸ Ταινάρου Θουκ. 1. 128· ἀπὸ τοῦ Τ. ὁ αὐτ. 7. 19· ἐπὶ Ταινάρῳ Ἀριστοφ. Ἀχ. 510· κτλ.· ὑπῆρχε δὲ [[περίφημος]] ναὸς τοῦ Ποσειδῶνος ἐπ’ αὐτῷ, [[Ποσειδῶν]] οὑπὶ Ταινάρῳ [[θεός]], ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Σύλλ. Ἐπιγρ. 1335· - ὑπῆρχε δὲ [[ἐνταῦθα]] καὶ [[σπήλαιον]] [[ὅπερ]] ἦγεν εἰς τοὺς ὑποχθονίους τόπους, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ 239, Στράβ. ἔνθ’ ἀνωτ.· [[ὅθεν]], Ταιναρίην ὑπὸ χθόνα, δηλ. εἰς τὸν [[κάτω]] κόσμον, ad inferos, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 102, πρβλ. Οὐεργ. Γεωργ. 4. 467· - περὶ τοῦ Ταινάριος [[λίθος]], ἴδε ἐν λ. [[λίθος]]. | |lstext='''Ταίνᾰρος''': ἡ, [[ἀκρωτήριον]] τῆς νοτιωτάτης ἄκρας τῆς Λακωνικῆς, Πινδ. Π. 4. 78 καὶ 310· καὶ ἀρσ. Ταίναρον ἠνεμόεντα Ὀρφ. Ἀργ. 1364· καὶ ὡς οὐδ., Ταίναρον, τό, Στράβ. 363. ― ἐν τοῖς πλείστοις χωρίοις ἡ [[λέξις]] ἀπαντᾷ κατ’ αἰτ. ἢ γεν. [[ἄνευ]] ἐπιθέτου, [[ὥστε]] τὸ γένος μένει ἀόριστον, [[οἷον]] ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλωνα 412, Ἡρόδ. κλπ.· ἐπὶ Ταίναρον ὁ αὐτ. 1. 23, 24, Θουκ. 1. 133, Ἀριστοφ. κλπ.· περὶ Ταίναρον Ἡρόδ. 7. 168· ἀπὸ Ταινάρου Θουκ. 1. 128· ἀπὸ τοῦ Τ. ὁ αὐτ. 7. 19· ἐπὶ Ταινάρῳ Ἀριστοφ. Ἀχ. 510· κτλ.· ὑπῆρχε δὲ [[περίφημος]] ναὸς τοῦ Ποσειδῶνος ἐπ’ αὐτῷ, [[Ποσειδῶν]] οὑπὶ Ταινάρῳ [[θεός]], ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Σύλλ. Ἐπιγρ. 1335· - ὑπῆρχε δὲ [[ἐνταῦθα]] καὶ [[σπήλαιον]] [[ὅπερ]] ἦγεν εἰς τοὺς ὑποχθονίους τόπους, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ 239, Στράβ. ἔνθ’ ἀνωτ.· [[ὅθεν]], Ταιναρίην ὑπὸ χθόνα, δηλ. εἰς τὸν [[κάτω]] κόσμον, ad inferos, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 102, πρβλ. Οὐεργ. Γεωργ. 4. 467· - περὶ τοῦ Ταινάριος [[λίθος]], ἴδε ἐν λ. [[λίθος]]. | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>Ταίνᾰρος</b> a [[Laconian]] [[city]] on [[cape]] Tainaron. “εἰ γὰρ [[οἴκοι]] νιν [[βάλε]] πὰρ χθόνιον Ἀίδα [[στόμα]], [[Ταίναρον]] | |sltr=<b>Ταίνᾰρος</b> a [[Laconian]] [[city]] on [[cape]] Tainaron. “εἰ γὰρ [[οἴκοι]] νιν [[βάλε]] πὰρ χθόνιον Ἀίδα [[στόμα]], [[Ταίναρον]] εἰς ἱερὰν Εὔφαμος [[ἐλθών]]” (P. 4.44) ἔκ τε Πύλου καὶ ἀπ' ἄκρας Ταινάρου (''[[sc.]]'' [[ἦλθον]]) (P. 4.174) | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Ταίνᾰρος:''' ἡ, [[ακρωτήριο]] στη νοτιότατη [[άκρη]] της Λακωνικής γης, σε Πίνδ. κ.λπ.· ουδ. [[Ταίναρον]], <i>τό</i>, σε Στράβ. | |lsmtext='''Ταίνᾰρος:''' ἡ, [[ακρωτήριο]] στη νοτιότατη [[άκρη]] της Λακωνικής γης, σε Πίνδ. κ.λπ.· ουδ. [[Ταίναρον]], <i>τό</i>, σε Στράβ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=Ταίνᾰρος, ἡ,<br />[[Taenarus]], the [[southern]] [[point]] of [[Laconia]], Pind., etc.: neut. [[Ταίναρον]], ου, τό, Strab. | |mdlsjtxt=Ταίνᾰρος, ἡ,<br />[[Taenarus]], the [[southern]] [[point]] of [[Laconia]], Pind., etc.: neut. [[Ταίναρον]], ου, τό, Strab. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:59, 4 September 2023
English (LSJ)
ἡ, Taenarus, a promontory at the southern end of Laconia, Pi.P.4.44, 174; also masc. or neut., Th.1.128, 133, 7.19; Ταίναρον ἠνεμόεντα Orph.A.1370: neut. Ταίναρον, τό, Str.8.5.1: in most passages the word occurs in an obl. case without an Adj., so that the gender is undetermined, as in h.Ap.412, Hdt.1.23,24, Th. 1.133, Ar.Ra.187, etc.; Ποσειδῶν οὑπὶ Ταινάρῳ θεός Id.Ach.510; πύλη τις ἐστὶ (sc. of the infernal regions) Ταινάρου πρὸς ἐσχάτοις Men.842, cf. Str. l.c.:—Adj. Ταινάριος, α, ον, Ταιναρίην ὑπὸ χθόνα A.R.1.102; epithet of Artemis, Euph.9.11; Τ. λίθος, v. λίθος II.1: neut. pl. Ταινάρια, τά, festival of Poseidon at Taenarus, Hsch. (-ίας cod.): hence Ταινάριοι, οἱ, celebrants of this festival, IG5(1).211.1:—also Ταιναρίζω, celebrate this festival, St.Byz. s.v. Ταίναρος, and Ταιναρισταί, οἱ, = Ταινάριοι, Hsch.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
c. Ταίναρον.
Russian (Dvoretsky)
Ταίνᾰρος: ἡ Pind. = Ταίναρον.
Greek (Liddell-Scott)
Ταίνᾰρος: ἡ, ἀκρωτήριον τῆς νοτιωτάτης ἄκρας τῆς Λακωνικῆς, Πινδ. Π. 4. 78 καὶ 310· καὶ ἀρσ. Ταίναρον ἠνεμόεντα Ὀρφ. Ἀργ. 1364· καὶ ὡς οὐδ., Ταίναρον, τό, Στράβ. 363. ― ἐν τοῖς πλείστοις χωρίοις ἡ λέξις ἀπαντᾷ κατ’ αἰτ. ἢ γεν. ἄνευ ἐπιθέτου, ὥστε τὸ γένος μένει ἀόριστον, οἷον ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλωνα 412, Ἡρόδ. κλπ.· ἐπὶ Ταίναρον ὁ αὐτ. 1. 23, 24, Θουκ. 1. 133, Ἀριστοφ. κλπ.· περὶ Ταίναρον Ἡρόδ. 7. 168· ἀπὸ Ταινάρου Θουκ. 1. 128· ἀπὸ τοῦ Τ. ὁ αὐτ. 7. 19· ἐπὶ Ταινάρῳ Ἀριστοφ. Ἀχ. 510· κτλ.· ὑπῆρχε δὲ περίφημος ναὸς τοῦ Ποσειδῶνος ἐπ’ αὐτῷ, Ποσειδῶν οὑπὶ Ταινάρῳ θεός, ἔνθ’ ἀνωτ., πρβλ. Σύλλ. Ἐπιγρ. 1335· - ὑπῆρχε δὲ ἐνταῦθα καὶ σπήλαιον ὅπερ ἦγεν εἰς τοὺς ὑποχθονίους τόπους, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ 239, Στράβ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ὅθεν, Ταιναρίην ὑπὸ χθόνα, δηλ. εἰς τὸν κάτω κόσμον, ad inferos, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 102, πρβλ. Οὐεργ. Γεωργ. 4. 467· - περὶ τοῦ Ταινάριος λίθος, ἴδε ἐν λ. λίθος.
English (Slater)
Ταίνᾰρος a Laconian city on cape Tainaron. “εἰ γὰρ οἴκοι νιν βάλε πὰρ χθόνιον Ἀίδα στόμα, Ταίναρον εἰς ἱερὰν Εὔφαμος ἐλθών” (P. 4.44) ἔκ τε Πύλου καὶ ἀπ' ἄκρας Ταινάρου (sc. ἦλθον) (P. 4.174)
Greek Monotonic
Ταίνᾰρος: ἡ, ακρωτήριο στη νοτιότατη άκρη της Λακωνικής γης, σε Πίνδ. κ.λπ.· ουδ. Ταίναρον, τό, σε Στράβ.
Middle Liddell
Ταίνᾰρος, ἡ,
Taenarus, the southern point of Laconia, Pind., etc.: neut. Ταίναρον, ου, τό, Strab.