ηδονή: Difference between revisions

From LSJ

κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.

Source
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἡδονή]], Α και ἡδονὰ και δωρ. τ. ἁδονά) [[ήδομαι]]<br /><b>1.</b> ευχάριστο [[συναίσθημα]], ψυχική [[τέρψη]], [[ευχαρίστηση]], [[απόλαυση]]<br /><b>2.</b> σαρκική [[απόλαυση]], σωματική [[τέρψη]] (α. «ρίγ' ηδονής τ' αράθυμο [[κύμα]] της σάρκας φέρνει», Γρυπ.<br />β. «αἱ [[κατά]] τὸ [[σῶμα]] ἡδοναί», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(ψυχολ.)</b> το ευχάριστο [[συναίσθημα]] που προκαλείται από την [[ικανοποίηση]] τών αναγκών, τών επιθυμιών, τών ορμών και τών ενστίκτων<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[ευφροσύνη]], [[χαρά]], [[ευτυχία]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ομορφιά]], [[χάρη]], [[φυσικά]] θέλγητρα<br /><b>2.</b> [[γλυκύτητα]], [[αγάπη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στους Ίων. φιλοσ.) προκειμένου για την [[ποιότητα]] ενός σώματος, τη [[γεύση]], τη [[νοστιμιά]], την [[οσμή]] κ.λπ., συνήθ. με το ουσ. <i>χροιή</i> ([[χρώμα]]) («ζῷα... ἔχοντα αἴσθησιν τῆς ἡδονῆς τῆς γινομένης ἐκ τῆς τροφῆς», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ἡδοναί</i><br />επιθυμίες ηδονικές, για [[ηδονή]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ἡδονῇ ἡσσῶμαι» ή «ἡδοναῑς [[χαρίζομαι]]», παραδίδομαι στην [[ηδονή]]<br />β) «καθ' ἡδονήν» — ευχαρίστως<br />γ) «έν ἡδονῇ ἐστί τινι» — [[είναι]] ευχάριστο σε κάποιον<br />δ) «ἐν [[ἡδονή]] ἄρχοντες» — ευχάριστοι άρχοντες<br />ε) «ἡδοναὶ τραγημάτων<br />γλυκίσματα<br /><b>4.</b> (η δοτ. ως επίρρ.) <i>ἡδονᾷ</i><br />με [[ευχαρίστηση]]<br /><b>5.</b> [[χαιρεκακία]], χαιρέκακη [[ευχαρίστηση]] («ἐπί τοῖς τῶν [[φίλων]] κακοῑς ἡδοναῑς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> [[πράγμα]] στο οποίο βρίσκει [[κάποιος]] [[ευχαρίστηση]], [[απόλαυση]] («[[φέρω]] γὰρ ἡδονάς καὶ ἀνάπαυλαν», <b>Σοφ.</b>).
|mltxt=(AM [[ἡδονή]], Α και ἡδονὰ και δωρ. τ. ἁδονά) [[ήδομαι]]<br /><b>1.</b> ευχάριστο [[συναίσθημα]], ψυχική [[τέρψη]], [[ευχαρίστηση]], [[απόλαυση]]<br /><b>2.</b> σαρκική [[απόλαυση]], σωματική [[τέρψη]] (α. «ρίγ' ηδονής τ' αράθυμο [[κύμα]] της σάρκας φέρνει», Γρυπ.<br />β. «αἱ [[κατά]] τὸ [[σῶμα]] ἡδοναί», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>(ψυχολ.)</b> το ευχάριστο [[συναίσθημα]] που προκαλείται από την [[ικανοποίηση]] τών αναγκών, τών επιθυμιών, τών ορμών και τών ενστίκτων<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[ευφροσύνη]], [[χαρά]], [[ευτυχία]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ομορφιά]], [[χάρη]], [[φυσικά]] θέλγητρα<br /><b>2.</b> [[γλυκύτητα]], [[αγάπη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στους Ίων. φιλοσ.) προκειμένου για την [[ποιότητα]] ενός σώματος, τη [[γεύση]], τη [[νοστιμιά]], την [[οσμή]] κ.λπ., συνήθ. με το ουσ. <i>χροιή</i> ([[χρώμα]]) («ζῷα... ἔχοντα αἴσθησιν τῆς ἡδονῆς τῆς γινομένης ἐκ τῆς τροφῆς», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ ἡδοναί</i><br />επιθυμίες ηδονικές, για [[ηδονή]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «ἡδονῇ ἡσσῶμαι» ή «ἡδοναῖς [[χαρίζομαι]]», παραδίδομαι στην [[ηδονή]]<br />β) «καθ' ἡδονήν» — ευχαρίστως<br />γ) «έν ἡδονῇ ἐστί τινι» — [[είναι]] ευχάριστο σε κάποιον<br />δ) «ἐν [[ἡδονή]] ἄρχοντες» — ευχάριστοι άρχοντες<br />ε) «ἡδοναὶ τραγημάτων<br />γλυκίσματα<br /><b>4.</b> (η δοτ. ως επίρρ.) <i>ἡδονᾷ</i><br />με [[ευχαρίστηση]]<br /><b>5.</b> [[χαιρεκακία]], χαιρέκακη [[ευχαρίστηση]] («ἐπί τοῖς τῶν [[φίλων]] κακοῖς ἡδοναῖς», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>6.</b> [[πράγμα]] στο οποίο βρίσκει [[κάποιος]] [[ευχαρίστηση]], [[απόλαυση]] («[[φέρω]] γὰρ ἡδονάς καὶ ἀνάπαυλαν», <b>Σοφ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 14:40, 6 February 2024

Greek Monolingual

(AM ἡδονή, Α και ἡδονὰ και δωρ. τ. ἁδονά) ήδομαι
1. ευχάριστο συναίσθημα, ψυχική τέρψη, ευχαρίστηση, απόλαυση
2. σαρκική απόλαυση, σωματική τέρψη (α. «ρίγ' ηδονής τ' αράθυμο κύμα της σάρκας φέρνει», Γρυπ.
β. «αἱ κατά τὸ σῶμα ἡδοναί», Πλάτ.)
νεοελλ.
(ψυχολ.) το ευχάριστο συναίσθημα που προκαλείται από την ικανοποίηση τών αναγκών, τών επιθυμιών, τών ορμών και τών ενστίκτων
νεοελλ.-μσν.
ευφροσύνη, χαρά, ευτυχία
μσν.
1. ομορφιά, χάρη, φυσικά θέλγητρα
2. γλυκύτητα, αγάπη
αρχ.
1. (στους Ίων. φιλοσ.) προκειμένου για την ποιότητα ενός σώματος, τη γεύση, τη νοστιμιά, την οσμή κ.λπ., συνήθ. με το ουσ. χροιή (χρώμα) («ζῷα... ἔχοντα αἴσθησιν τῆς ἡδονῆς τῆς γινομένης ἐκ τῆς τροφῆς», Αριστοφ.)
2. στον πληθ. αἱ ἡδοναί
επιθυμίες ηδονικές, για ηδονή
3. φρ. α) «ἡδονῇ ἡσσῶμαι» ή «ἡδοναῖς χαρίζομαι», παραδίδομαι στην ηδονή
β) «καθ' ἡδονήν» — ευχαρίστως
γ) «έν ἡδονῇ ἐστί τινι» — είναι ευχάριστο σε κάποιον
δ) «ἐν ἡδονή ἄρχοντες» — ευχάριστοι άρχοντες
ε) «ἡδοναὶ τραγημάτων
γλυκίσματα
4. (η δοτ. ως επίρρ.) ἡδονᾷ
με ευχαρίστηση
5. χαιρεκακία, χαιρέκακη ευχαρίστηση («ἐπί τοῖς τῶν φίλων κακοῖς ἡδοναῖς», Πλάτ.)
6. πράγμα στο οποίο βρίσκει κάποιος ευχαρίστηση, απόλαυσηφέρω γὰρ ἡδονάς καὶ ἀνάπαυλαν», Σοφ.).