ἐριστός: Difference between revisions

From LSJ

κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it

Source
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eristos
|Transliteration C=eristos
|Beta Code=e)risto/s
|Beta Code=e)risto/s
|Definition= ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[that may be contested]], <b class="b3">τὰ δὲ τοῖς δυνατοῖς οὐκ ἐριστὰ πλάθειν</b> such [[contests can]]not [[be waged]] with the powerful, so as to engage with them, <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>220</span> (lyr.).</span>
|Definition= ἐριστή, ἐριστόν, [[that may be contested]], <b class="b3">τὰ δὲ τοῖς δυνατοῖς οὐκ ἐριστὰ πλάθειν</b> such [[contest]]s cannot [[be waged]] with the powerful, so as to engage with them, S.''El.''220 (lyr.).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1031.png Seite 1031]] bestritten, streitig, ἐριστὰ πλάθειν τινί, Einem im Streite nahen, Soph. El. 220.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1031.png Seite 1031]] bestritten, streitig, ἐριστὰ πλάθειν τινί, Einem im Streite nahen, Soph. El. 220.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />sur qui <i>ou</i> sur quoi l'on dispute <i>ou</i> l'on peut disputer : τινι avec qqn.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ἐρίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐριστός:''' [adj. verb. к [[ἐρίζω]] оспариваемый, спорный: τὰ δὲ τοῖς δυνατοῖς οὐκ ἐριστὰ πλάθειν ([[varia lectio|v.l.]] οὐκ ἀρεστὰ πράσσειν) Soph. в этом не стоит спорить с сильными.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐριστός''': -ή, -όν, περὶ οὗ φιλονεικεῖ τις, τὰ δὲ τοῖς (δεῖ τοι Mekler) δυνατοῖς οὐκ ἐριστὰ πλάθειν, «τοῖς κρατοῦσιν οὐ δι’ ἔριδος δεῖ εἰς [[ταῦτα]] προσπελάζειν» (Σχολ.), Σοφ. Ἠλ. 220.
|lstext='''ἐριστός''': -ή, -όν, περὶ οὗ φιλονεικεῖ τις, τὰ δὲ τοῖς (δεῖ τοι Mekler) δυνατοῖς οὐκ ἐριστὰ πλάθειν, «τοῖς κρατοῦσιν οὐ δι’ ἔριδος δεῖ εἰς [[ταῦτα]] προσπελάζειν» (Σχολ.), Σοφ. Ἠλ. 220.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />sur qui <i>ou</i> sur quoi l’on dispute <i>ou</i> l’on peut disputer : τινι avec qqn.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[ἐρίζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐριστός]], -ή, -όν (Α) [[ερίζω]]<br />αυτός που προκαλεί έριδες, φιλονεικίες («δεῑ τοῖς δυνατοῑς οὐκ ἐριστὰ πλάθειν» — δεν [[πρέπει]] να συζητούμε με τους δυνατούς όσα προκαλούν έριδες, <b>Σοφ.</b>).
|mltxt=[[ἐριστός]], -ή, -όν (Α) [[ερίζω]]<br />αυτός που προκαλεί έριδες, φιλονεικίες («δεῖ τοῖς δυνατοῖς οὐκ ἐριστὰ πλάθειν» — δεν [[πρέπει]] να συζητούμε με τους δυνατούς όσα προκαλούν έριδες, <b>Σοφ.</b>).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐριστός:''' -ή, -όν ([[ἐρίζω]]), φιλονικούμενος, αμφισβητούμενος, σε Σοφ.
|lsmtext='''ἐριστός:''' -ή, -όν ([[ἐρίζω]]), φιλονικούμενος, αμφισβητούμενος, σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐριστός:''' [adj. verb. к [[ἐρίζω]] оспариваемый, спорный: τὰ δὲ τοῖς δυνατοῖς οὐκ ἐριστὰ πλάθειν (v. l. οὐκ ἀρεστὰ πράσσειν) Soph. в этом не стоит спорить с сильными.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐριστός]], ή, όν [[ἐρίζω]]<br />[[matter]] for [[contest]], Soph.
|mdlsjtxt=[[ἐριστός]], ή, όν [[ἐρίζω]]<br />[[matter]] for [[contest]], Soph.
}}
}}

Latest revision as of 10:54, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐριστός Medium diacritics: ἐριστός Low diacritics: εριστός Capitals: ΕΡΙΣΤΟΣ
Transliteration A: eristós Transliteration B: eristos Transliteration C: eristos Beta Code: e)risto/s

English (LSJ)

ἐριστή, ἐριστόν, that may be contested, τὰ δὲ τοῖς δυνατοῖς οὐκ ἐριστὰ πλάθειν such contests cannot be waged with the powerful, so as to engage with them, S.El.220 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1031] bestritten, streitig, ἐριστὰ πλάθειν τινί, Einem im Streite nahen, Soph. El. 220.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
sur qui ou sur quoi l'on dispute ou l'on peut disputer : τινι avec qqn.
Étymologie: adj. verb. de ἐρίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἐριστός: [adj. verb. к ἐρίζω оспариваемый, спорный: τὰ δὲ τοῖς δυνατοῖς οὐκ ἐριστὰ πλάθειν (v.l. οὐκ ἀρεστὰ πράσσειν) Soph. в этом не стоит спорить с сильными.

Greek (Liddell-Scott)

ἐριστός: -ή, -όν, περὶ οὗ φιλονεικεῖ τις, τὰ δὲ τοῖς (δεῖ τοι Mekler) δυνατοῖς οὐκ ἐριστὰ πλάθειν, «τοῖς κρατοῦσιν οὐ δι’ ἔριδος δεῖ εἰς ταῦτα προσπελάζειν» (Σχολ.), Σοφ. Ἠλ. 220.

Greek Monolingual

ἐριστός, -ή, -όν (Α) ερίζω
αυτός που προκαλεί έριδες, φιλονεικίες («δεῖ τοῖς δυνατοῖς οὐκ ἐριστὰ πλάθειν» — δεν πρέπει να συζητούμε με τους δυνατούς όσα προκαλούν έριδες, Σοφ.).

Greek Monotonic

ἐριστός: -ή, -όν (ἐρίζω), φιλονικούμενος, αμφισβητούμενος, σε Σοφ.

Middle Liddell

ἐριστός, ή, όν ἐρίζω
matter for contest, Soph.