καρπώνω: Difference between revisions
Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn
m (Text replacement - "οῡσθαι" to "οῦσθαι") |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[καρπώ]] (AM καρπῶ, -όω) [[[καρπός]] (Ι)]<br /> <b>1.</b> [[παράγω]] καρπό, [[καρποφορώ]]<br /> <b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>καρπώνομαι</i>, <i>καρποῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br /> α) [[απολαμβάνω]] τους καρπούς, έχω την [[επικαρπία]], καρπίζομαι («δὶς τοῦ ἐνιαυτοῦ τὴν γῆν καρποῦσθαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /> β) [[λαμβάνω]] [[κέρδος]] από κάποιο [[πράγμα]], ωφελούμαι («καρπώθηκε την [[περιουσία]] του θείου του»)<br /> γ) έχω την ελεύθερη [[χρήση]] κάποιου πράγματος («τὴν οἰκείαν ταύτην ἀδεῶς καρπούμενοι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /> δ) [[εξαντλώ]], [[εκμυζώ]] («καρπουμένῳ τὴν Ἑλλάδα», <b>Αριστοφ.</b>)<br /> <b>αρχ.</b><br /> <b>1.</b> [[λαμβάνω]] καρπό ή [[προϊόν]] («οὐκ ἐκάρπωσα ἀπ' αὐτῶν εἰς ἀκάθαρτον», ΠΔ)<br /> <b>2.</b> [[προσφέρω]] ως [[θυσία]]<br /> <b>3.</b> <b>μέσ.</b> α) [[λαμβάνω]] τόκο από χρήματα («ἔδωκεν [[ἑβδομήκοντα]] μνᾱς καρπώσασθαι | |mltxt=και [[καρπώ]] (AM καρπῶ, -όω) [[[καρπός]] (Ι)]<br /> <b>1.</b> [[παράγω]] καρπό, [[καρποφορώ]]<br /> <b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>καρπώνομαι</i>, <i>καρποῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br /> α) [[απολαμβάνω]] τους καρπούς, έχω την [[επικαρπία]], καρπίζομαι («δὶς τοῦ ἐνιαυτοῦ τὴν γῆν καρποῦσθαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /> β) [[λαμβάνω]] [[κέρδος]] από κάποιο [[πράγμα]], ωφελούμαι («καρπώθηκε την [[περιουσία]] του θείου του»)<br /> γ) έχω την ελεύθερη [[χρήση]] κάποιου πράγματος («τὴν οἰκείαν ταύτην ἀδεῶς καρπούμενοι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /> δ) [[εξαντλώ]], [[εκμυζώ]] («καρπουμένῳ τὴν Ἑλλάδα», <b>Αριστοφ.</b>)<br /> <b>αρχ.</b><br /> <b>1.</b> [[λαμβάνω]] καρπό ή [[προϊόν]] («οὐκ ἐκάρπωσα ἀπ' αὐτῶν εἰς ἀκάθαρτον», ΠΔ)<br /> <b>2.</b> [[προσφέρω]] ως [[θυσία]]<br /> <b>3.</b> <b>μέσ.</b> α) [[λαμβάνω]] τόκο από χρήματα («ἔδωκεν [[ἑβδομήκοντα]] μνᾱς καρπώσασθαι τοσοῦτον χρόνον», <b>Δημοσθ.</b>)<br /> β) [[συγκομίζω]] τους καρπούς («καρπώσεται ὅσην [[πλατύρρους]] Νεῖλος ἀρδεύει χθόνα», <b>Αισχύλ.</b>). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:30, 13 October 2022
Greek Monolingual
και καρπώ (AM καρπῶ, -όω) [[[καρπός]] (Ι)]
1. παράγω καρπό, καρποφορώ
2. μέσ. καρπώνομαι, καρποῦμαι, -όομαι
α) απολαμβάνω τους καρπούς, έχω την επικαρπία, καρπίζομαι («δὶς τοῦ ἐνιαυτοῦ τὴν γῆν καρποῦσθαι», Πλάτ.)
β) λαμβάνω κέρδος από κάποιο πράγμα, ωφελούμαι («καρπώθηκε την περιουσία του θείου του»)
γ) έχω την ελεύθερη χρήση κάποιου πράγματος («τὴν οἰκείαν ταύτην ἀδεῶς καρπούμενοι», Δημοσθ.)
δ) εξαντλώ, εκμυζώ («καρπουμένῳ τὴν Ἑλλάδα», Αριστοφ.)
αρχ.
1. λαμβάνω καρπό ή προϊόν («οὐκ ἐκάρπωσα ἀπ' αὐτῶν εἰς ἀκάθαρτον», ΠΔ)
2. προσφέρω ως θυσία
3. μέσ. α) λαμβάνω τόκο από χρήματα («ἔδωκεν ἑβδομήκοντα μνᾱς καρπώσασθαι τοσοῦτον χρόνον», Δημοσθ.)
β) συγκομίζω τους καρπούς («καρπώσεται ὅσην πλατύρρους Νεῖλος ἀρδεύει χθόνα», Αισχύλ.).