στηλώνω: Difference between revisions
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
m (Text replacement - "οῦν " to "οῦν") |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=στηλῶ, -όω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σταλῶ, -όω, Α [[στήλη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />έχω, [[κρατώ]] [[κάτι]] κατακόρυφα σαν [[στήλη]] («μα η Ροδόπη ξέφωτη στηλώνει την [[κορφή]] της / [[μεσουρανίς]]», Γρυπ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[τοποθετώ]], [[στήνω]] σαν [[στήλη]] («ἐστήλωσεν ἐπ' αὐτὸν σωρὸν λίθων», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αναγράφω]] [[κάτι]] σε [[στήλη]]<br /><b>2.</b> [[σημειώνω]] ή [[καθορίζω]] μια [[περιοχή]] με ορόσημα ( | |mltxt=στηλῶ, -όω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σταλῶ, -όω, Α [[στήλη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />έχω, [[κρατώ]] [[κάτι]] κατακόρυφα σαν [[στήλη]] («μα η Ροδόπη ξέφωτη στηλώνει την [[κορφή]] της / [[μεσουρανίς]]», Γρυπ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[τοποθετώ]], [[στήνω]] σαν [[στήλη]] («ἐστήλωσεν ἐπ' αὐτὸν σωρὸν λίθων», ΠΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αναγράφω]] [[κάτι]] σε [[στήλη]]<br /><b>2.</b> [[σημειώνω]] ή [[καθορίζω]] μια [[περιοχή]] με ορόσημα («στηλοῦν τὴν χώραν», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>στηλοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />(με δοτ.) αφοσιώνομαι, προσκολλώμαι σε κάποιον. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:39, 27 March 2021
Greek Monolingual
στηλῶ, -όω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σταλῶ, -όω, Α στήλη
νεοελλ.
έχω, κρατώ κάτι κατακόρυφα σαν στήλη («μα η Ροδόπη ξέφωτη στηλώνει την κορφή της / μεσουρανίς», Γρυπ.)
μσν.-αρχ.
τοποθετώ, στήνω σαν στήλη («ἐστήλωσεν ἐπ' αὐτὸν σωρὸν λίθων», ΠΔ)
αρχ.
1. αναγράφω κάτι σε στήλη
2. σημειώνω ή καθορίζω μια περιοχή με ορόσημα («στηλοῦν τὴν χώραν», επιγρ.)
3. μέσ. στηλοῦμαι, -όομαι
(με δοτ.) αφοσιώνομαι, προσκολλώμαι σε κάποιον.