κιγκλίδα: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
m (Text replacement - "αῑος" to "αῖος") |
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ (ΑΜ [[κιγκλίς]], - | |mltxt=ἡ (ΑΜ [[κιγκλίς]], -ίδος)<br /><b>1.</b> καθεμιά από τις σιδερένιες ή ξύλινες ράβδους ενός φράγματος, ενός κιγκλιδώματος<br /><b>2.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>κιγκλίδες</i><br />ξύλινο ή σιδερένιο [[κιγκλίδωμα]], κάγκελα (α. «τα γραφεία χωρίζονται με κιγκλίδες» β. «τὸν νεκρὸν εἰς [[μέσον]] ἑλκύσαντες καὶ περιβαλόντες [[κιγκλίδα]] [[θέαμα]] τοις βουλομένοις μεθ' ήμέραν παρέσχον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> καγκελωτό [[χώρισμα]] στο δικαστήριο ή στο [[βουλευτήριο]] από το οποίο έμπαιναν οι δικαστές ή οι βουλευτές («ὁ δὲ ἀνεφάνη κνεφαῖος ἐπὶ τῇ κιγκλίδι», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> (σε ναούς) το [[μεταξύ]] του νάρθηκα και του ιερού [[χώρισμα]]<br /><b>3.</b> [[είδος]] φυλακής, πιθ. το στενό [[δωμάτιο]] δεσμωτηρίου, που είχε φραγμό από σιδερένιες ράβδους ή όργανο βασανισμού («σχοινισμοι και κιγκλίδες» — βασανιστήρια με [[σχοινιά]] και φυλακές, <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> καγκελωτή [[πύλη]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ῥητορεία]] κιγκλίδων ἐπιδέουσα καὶ βήματος» — [[ρητορική]] [[ικανότητα]] που έχει [[ανάγκη]] εξασκήσεως και τριβής στα δικαστήρια, <b>Πλούτ.</b><br />β) «ἐντὸς τῆς κιγκλίδος [[διατρίβω]]» — [[περνώ]] την [[ημέρα]] μου στα δικαστήρια, <b>Λουκιαν.</b><br />γ) «αἱ διαλεκτικαὶ κιγκλίδες» — διαλεκτικές σοφιστεῖες, [[πίσω]] από τις οποίες μπορεί να οχυρωθεί [[κανείς]], χρησιμοποιώντας τις ως φραγμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]] πρόκειται για υποχωρητικό παρ. του [[κιγκλίζω]] (II) (<span style="color: red;"><</span> [[κίγκλος]]), [[οπότε]] η αρχική σημ. θα ήταν «πόρτα που ταλαντεύεται». Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], [[κιγκλίς]] <span style="color: red;"><</span> <i>κιλ</i>-<i>κλ</i>-<i>ίς</i> με [[ανομοίωση]], [[οπότε]] η λ. συνδέεται με το ρ. [[κλίνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> [[κιγκλίζω]] (I).<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> [[κιγκλιδοποιός]]. (Β' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[θυροκιγκλίδες]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:08, 1 March 2024
Greek Monolingual
ἡ (ΑΜ κιγκλίς, -ίδος)
1. καθεμιά από τις σιδερένιες ή ξύλινες ράβδους ενός φράγματος, ενός κιγκλιδώματος
2. συν. στον πληθ. κιγκλίδες
ξύλινο ή σιδερένιο κιγκλίδωμα, κάγκελα (α. «τα γραφεία χωρίζονται με κιγκλίδες» β. «τὸν νεκρὸν εἰς μέσον ἑλκύσαντες καὶ περιβαλόντες κιγκλίδα θέαμα τοις βουλομένοις μεθ' ήμέραν παρέσχον», Πλούτ.)
αρχ.
1. καγκελωτό χώρισμα στο δικαστήριο ή στο βουλευτήριο από το οποίο έμπαιναν οι δικαστές ή οι βουλευτές («ὁ δὲ ἀνεφάνη κνεφαῖος ἐπὶ τῇ κιγκλίδι», Αριστοφ.)
2. (σε ναούς) το μεταξύ του νάρθηκα και του ιερού χώρισμα
3. είδος φυλακής, πιθ. το στενό δωμάτιο δεσμωτηρίου, που είχε φραγμό από σιδερένιες ράβδους ή όργανο βασανισμού («σχοινισμοι και κιγκλίδες» — βασανιστήρια με σχοινιά και φυλακές, Πλούτ.)
4. καγκελωτή πύλη
5. φρ. α) «ῥητορεία κιγκλίδων ἐπιδέουσα καὶ βήματος» — ρητορική ικανότητα που έχει ανάγκη εξασκήσεως και τριβής στα δικαστήρια, Πλούτ.
β) «ἐντὸς τῆς κιγκλίδος διατρίβω» — περνώ την ημέρα μου στα δικαστήρια, Λουκιαν.
γ) «αἱ διαλεκτικαὶ κιγκλίδες» — διαλεκτικές σοφιστεῖες, πίσω από τις οποίες μπορεί να οχυρωθεί κανείς, χρησιμοποιώντας τις ως φραγμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη άποψη πρόκειται για υποχωρητικό παρ. του κιγκλίζω (II) (< κίγκλος), οπότε η αρχική σημ. θα ήταν «πόρτα που ταλαντεύεται». Κατ' άλλη άποψη, κιγκλίς < κιλ-κλ-ίς με ανομοίωση, οπότε η λ. συνδέεται με το ρ. κλίνω.
ΠΑΡ. μσν. κιγκλίζω (I).
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νεοελλ. κιγκλιδοποιός. (Β' συνθετικό) αρχ. θυροκιγκλίδες].