ἄπαρνος: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aparnos | |Transliteration C=aparnos | ||
|Beta Code=a)/parnos | |Beta Code=a)/parnos | ||
|Definition= | |Definition=ἄπαρνον, ([[ἀρνέομαι]])<br><span class="bld">A</span> [[denying utterly]], ἄ. ἐστι μὴ νοσέειν [[Herodotus|Hdt.]]3.99, cf. Antipho 1.9 and 10: c. gen., <b class="b3">ἄ. οὐδενὸς καθίστατο</b> she [[denied]] nothing, [[Sophocles|S.]]''[[Antigone|Ant.]]''435.<br><span class="bld">II</span> Pass., [[denied]], <b class="b3">ᾇ.. οὐδὲν ἄπαρνον τελέθει</b> to whom nothing is [[denied]], A.''Supp.''1039 (lyr.). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[negado]] ᾅ τ' οὐδὲν ἄπαρνον τελέθει ... Πειθοῖ a Persuasión, a la que nada se niega</i> A.<i>Supp</i>.1039.<br /><b class="num">2</b> [[que niega]] c. gen. ἄ. δ' οὐδενὸς καθίστατο no negó nada</i> S.<i>Ant</i>.435<br /><b class="num">•</b>c. μή e inf. ἄ. ἐστι μὴ ... νοσέειν niega estar enfermo</i> Hdt.3.99, ταύτην τε οὐκ οὖσαν ἄπαρνον ella no negaba ser culpable</i> Antipho 1.9, cf. 10, abs. D.C.37.26.2. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0280.png Seite 280]] ([[ἀρνέομαι]]), nach B. A. p. 8 σεμνότερον καὶ πολιτικώτερον als [[ἔξαρνος]], verweigernd, abschlagend, Aesch. Suppl. 1023, in einer sehr unsicheren Stelle, wo es Andere pass. erkl.; läugnend, [[ἄπαρνος]] οὐδενὸς καθίστατο Soph. Ant. 431; ἄπαρνός ἐστι μή μιν νοσέειν Her. 3, 99; οὖσα Antiph. 1, 9. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0280.png Seite 280]] ([[ἀρνέομαι]]), nach B. A. p. 8 σεμνότερον καὶ πολιτικώτερον als [[ἔξαρνος]], verweigernd, abschlagend, Aesch. Suppl. 1023, in einer sehr unsicheren Stelle, wo es Andere pass. erkl.; läugnend, [[ἄπαρνος]] οὐδενὸς καθίστατο Soph. Ant. 431; ἄπαρνός ἐστι μή μιν νοσέειν Her. 3, 99; οὖσα Antiph. 1, 9. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui nie, gén. : [[ἄπαρνος]] οὐδενὸς καθίστατο SOPH elle ne niait rien;<br /><b>2</b> refusé à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπαρνέομαι]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui nie, gén. : [[ἄπαρνος]] οὐδενὸς καθίστατο SOPH elle ne niait rien;<br /><b>2</b> refusé à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπαρνέομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elru | ||
| | |elrutext='''ἄπαρνος:'''<br /><b class="num">1</b> [[отвергающий]], [[отрицающий]]: ἄ. οὐδενὸς καθίστατο Soph. он(а) ничего не стал(а) отрицать; ἄ. ἐστι μὴ νοσέειν Her. он утверждает, что не болен;<br /><b class="num">2</b> [[отклоняющий]], [[отказывающий]], [[отказывающийся]] (τινι Aesch.). | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἄπαρνος''': -ον, ([[ἀρνέομαι]]) ὁ παντελῶς ἀρνούμενος, ἄπαρνός ἐστι μὴ νοσέειν Ἡρόδ. 3. 99, πρβλ. Ἀντιφῶντα 112. 27, 32: [[ὡσαύτως]] μετὰ γεν., [[ἄπαρνος]] οὐδενὸς καθίστατο, οὐδὲν ἠρνεῖτο, Σοφ. Ἀντ. 435. ΙΙ. παθ. ἀπηρνημένος, ᾇ τ’ οὐδὲν ἄπαρνον τελέθει, [[ἤτοι]] οὐδεμίαν ἄρνησιν λαμβάνει, Αἰσχύλ. Ἱκ. 1040. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἄπαρνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αρνείται [[τελείως]] [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> αυτός που τον έχουν απαρνηθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[απαρνούμαι]], με μεταρρηματικό σχηματισμό ( | |mltxt=[[ἄπαρνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αρνείται [[τελείως]] [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> αυτός που τον έχουν απαρνηθεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[απαρνούμαι]], με μεταρρηματικό σχηματισμό ([[πρβλ]]. [[έξαφνος]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄπαρνος:''' -ον ([[ἀρνέομαι]]), αυτός που αρνείται πλήρως και κατηγορηματικά· <i>ἄπαρνός ἐστιμὴ νοσέειν</i>, απορρίπτει κατηγορηματικά ότι είναι [[άρρωστος]], σε Ηρόδ.· με γεν., [[ἄπαρνος]] οὐδενός, δεν απαρνείται [[τίποτε]], σε Σοφ. | |lsmtext='''ἄπαρνος:''' -ον ([[ἀρνέομαι]]), αυτός που αρνείται πλήρως και κατηγορηματικά· <i>ἄπαρνός ἐστιμὴ νοσέειν</i>, απορρίπτει κατηγορηματικά ότι είναι [[άρρωστος]], σε Ηρόδ.· με γεν., [[ἄπαρνος]] οὐδενός, δεν απαρνείται [[τίποτε]], σε Σοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἀρνέομαι]]<br />denying [[utterly]], ἄπαρνός ἐστι μὴ νοσέειν he denies that he is ill, Hdt.: c. gen., [[ἄπαρνος]] οὐδενός denying [[nothing]], Soph. | |mdlsjtxt=[[ἀρνέομαι]]<br />denying [[utterly]], ἄπαρνός ἐστι μὴ νοσέειν he denies that he is ill, Hdt.: c. gen., [[ἄπαρνος]] οὐδενός denying [[nothing]], Soph. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:52, 13 November 2024
English (LSJ)
ἄπαρνον, (ἀρνέομαι)
A denying utterly, ἄ. ἐστι μὴ νοσέειν Hdt.3.99, cf. Antipho 1.9 and 10: c. gen., ἄ. οὐδενὸς καθίστατο she denied nothing, S.Ant.435.
II Pass., denied, ᾇ.. οὐδὲν ἄπαρνον τελέθει to whom nothing is denied, A.Supp.1039 (lyr.).
Spanish (DGE)
-ον
1 negado ᾅ τ' οὐδὲν ἄπαρνον τελέθει ... Πειθοῖ a Persuasión, a la que nada se niega A.Supp.1039.
2 que niega c. gen. ἄ. δ' οὐδενὸς καθίστατο no negó nada S.Ant.435
•c. μή e inf. ἄ. ἐστι μὴ ... νοσέειν niega estar enfermo Hdt.3.99, ταύτην τε οὐκ οὖσαν ἄπαρνον ella no negaba ser culpable Antipho 1.9, cf. 10, abs. D.C.37.26.2.
German (Pape)
[Seite 280] (ἀρνέομαι), nach B. A. p. 8 σεμνότερον καὶ πολιτικώτερον als ἔξαρνος, verweigernd, abschlagend, Aesch. Suppl. 1023, in einer sehr unsicheren Stelle, wo es Andere pass. erkl.; läugnend, ἄπαρνος οὐδενὸς καθίστατο Soph. Ant. 431; ἄπαρνός ἐστι μή μιν νοσέειν Her. 3, 99; οὖσα Antiph. 1, 9.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui nie, gén. : ἄπαρνος οὐδενὸς καθίστατο SOPH elle ne niait rien;
2 refusé à, τινι.
Étymologie: ἀπαρνέομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἄπαρνος:
1 отвергающий, отрицающий: ἄ. οὐδενὸς καθίστατο Soph. он(а) ничего не стал(а) отрицать; ἄ. ἐστι μὴ νοσέειν Her. он утверждает, что не болен;
2 отклоняющий, отказывающий, отказывающийся (τινι Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἄπαρνος: -ον, (ἀρνέομαι) ὁ παντελῶς ἀρνούμενος, ἄπαρνός ἐστι μὴ νοσέειν Ἡρόδ. 3. 99, πρβλ. Ἀντιφῶντα 112. 27, 32: ὡσαύτως μετὰ γεν., ἄπαρνος οὐδενὸς καθίστατο, οὐδὲν ἠρνεῖτο, Σοφ. Ἀντ. 435. ΙΙ. παθ. ἀπηρνημένος, ᾇ τ’ οὐδὲν ἄπαρνον τελέθει, ἤτοι οὐδεμίαν ἄρνησιν λαμβάνει, Αἰσχύλ. Ἱκ. 1040.
Greek Monolingual
ἄπαρνος, -ον (Α)
1. αυτός που αρνείται τελείως κάτι
2. παθ. αυτός που τον έχουν απαρνηθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απαρνούμαι, με μεταρρηματικό σχηματισμό (πρβλ. έξαφνος)].
Greek Monotonic
ἄπαρνος: -ον (ἀρνέομαι), αυτός που αρνείται πλήρως και κατηγορηματικά· ἄπαρνός ἐστιμὴ νοσέειν, απορρίπτει κατηγορηματικά ότι είναι άρρωστος, σε Ηρόδ.· με γεν., ἄπαρνος οὐδενός, δεν απαρνείται τίποτε, σε Σοφ.
Middle Liddell
ἀρνέομαι
denying utterly, ἄπαρνός ἐστι μὴ νοσέειν he denies that he is ill, Hdt.: c. gen., ἄπαρνος οὐδενός denying nothing, Soph.