ἐπιχορηγία: Difference between revisions

From LSJ

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source
m (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;")
m (Text replacement - "<b>NT</b>" to "NT")
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epichorigia
|Transliteration C=epichorigia
|Beta Code=e)pixorhgi/a
|Beta Code=e)pixorhgi/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[supply]], [[provision]], τῆς ἐ. γενομένης ἐκ τῶν ἱερῶν προσόδων <span class="title">SIG</span>818.9 (Ephesus, i A.D.); <b class="b3">πᾶν τὸ σῶμα..συμβιβαζόμενον διὰ πάσης ἁφῆς τῆς ἐπιχορηγίας</b>, = [[διὰ πασῶν τῶν ἐπιχορηγουσῶν ἁφῶν]] (cf. [[ἐπιχορηγέω]] fin.), <span class="bibl"><span class="title">Ep.Eph.</span> 4.16</span>; διὰ τῆς ἐ. τοῦ πνεύματος <span class="bibl"><span class="title">Ep.Phil.</span>1.19</span>.</span>
|Definition=ἡ, [[supply]], [[provision]], τῆς ἐ. γενομένης ἐκ τῶν ἱερῶν προσόδων ''SIG''818.9 (Ephesus, i A.D.); <b class="b3">πᾶν τὸ σῶμα..συμβιβαζόμενον διὰ πάσης ἁφῆς τῆς ἐπιχορηγίας</b>, = [[διὰ πασῶν τῶν ἐπιχορηγουσῶν ἁφῶν]] (cf. [[ἐπιχορηγέω]] fin.), ''Ep.Eph.'' 4.16; διὰ τῆς ἐ. τοῦ πνεύματος ''Ep.Phil.''1.19.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1004.png Seite 1004]] ἡ, das noch dazu Geben, Darreichen, Sp., wie N. T
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1004.png Seite 1004]] ἡ, das noch dazu Geben, Darreichen, Sp., wie N. T
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />action de fournir en outre, en sus;<br />[[NT]]: [[assistance]] ; approvisionnement.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιχορηγέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιχορηγία:''' ἡ [[содействие]], [[поддержка]] NT.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιχορηγία''': ἡ, περαιτέρω χορήγησις, [[πρόσθετος]] [[βοήθεια]], πᾶν τὸ [[σῶμα]]... συμβιβαζόμενον διὰ πάσῃς ἁφῆς τῆς ἐπιχορηγίας, συνδεόμενον διὰ πάσης συναφείας τῶν συνεργούντων μελῶν (πρβλ. [[ἐπιχορηγέω]] ἐν τέλ.), πρὸς Ἐφ. δ΄, 16· διὰ τῆς ἐπ. τοῦ πνεύματος, διὰ τῆς βοηθείας τοῦ πνεύματος, Ἐπιστ. π. Φιλιππησ. α΄, 19.
|lstext='''ἐπιχορηγία''': ἡ, περαιτέρω χορήγησις, [[πρόσθετος]] [[βοήθεια]], πᾶν τὸ [[σῶμα]]... συμβιβαζόμενον διὰ πάσῃς ἁφῆς τῆς ἐπιχορηγίας, συνδεόμενον διὰ πάσης συναφείας τῶν συνεργούντων μελῶν (πρβλ. [[ἐπιχορηγέω]] ἐν τέλ.), πρὸς Ἐφ. δ΄, 16· διὰ τῆς ἐπ. τοῦ πνεύματος, διὰ τῆς βοηθείας τοῦ πνεύματος, Ἐπιστ. π. Φιλιππησ. α΄, 19.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />action de fournir en outre, en sus.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιχορηγέω]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιχορηγία:''' ἡ, επιπρόσθετη [[βοήθεια]], [[αρωγή]], συμπληρωματική [[συνδρομή]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ἐπιχορηγία:''' ἡ, επιπρόσθετη [[βοήθεια]], [[αρωγή]], συμπληρωματική [[συνδρομή]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιχορηγία:''' ἡ содействие, поддержка NT.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Latest revision as of 07:45, 15 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιχορηγία Medium diacritics: ἐπιχορηγία Low diacritics: επιχορηγία Capitals: ΕΠΙΧΟΡΗΓΙΑ
Transliteration A: epichorēgía Transliteration B: epichorēgia Transliteration C: epichorigia Beta Code: e)pixorhgi/a

English (LSJ)

ἡ, supply, provision, τῆς ἐ. γενομένης ἐκ τῶν ἱερῶν προσόδων SIG818.9 (Ephesus, i A.D.); πᾶν τὸ σῶμα..συμβιβαζόμενον διὰ πάσης ἁφῆς τῆς ἐπιχορηγίας, = διὰ πασῶν τῶν ἐπιχορηγουσῶν ἁφῶν (cf. ἐπιχορηγέω fin.), Ep.Eph. 4.16; διὰ τῆς ἐ. τοῦ πνεύματος Ep.Phil.1.19.

German (Pape)

[Seite 1004] ἡ, das noch dazu Geben, Darreichen, Sp., wie N. T

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de fournir en outre, en sus;
NT: assistance ; approvisionnement.
Étymologie: ἐπιχορηγέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιχορηγία:содействие, поддержка NT.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιχορηγία: ἡ, περαιτέρω χορήγησις, πρόσθετος βοήθεια, πᾶν τὸ σῶμα... συμβιβαζόμενον διὰ πάσῃς ἁφῆς τῆς ἐπιχορηγίας, συνδεόμενον διὰ πάσης συναφείας τῶν συνεργούντων μελῶν (πρβλ. ἐπιχορηγέω ἐν τέλ.), πρὸς Ἐφ. δ΄, 16· διὰ τῆς ἐπ. τοῦ πνεύματος, διὰ τῆς βοηθείας τοῦ πνεύματος, Ἐπιστ. π. Φιλιππησ. α΄, 19.

English (Strong)

from ἐπιχορηγέω; contribution: supply.

English (Thayer)

ἐπιχορηγίας, ἡ (ἐπιχορηγέω, which see) (Vulg. subministratio), a supplying, supply: Philippians 1:19. (Ecclesiastical writers.)

Greek Monolingual

η (AM ἐπιχορηγία)
επιχορήγηση
αρχ.-μσν.
βοήθεια, συμπαράσταση («διὰ τῆς ἐπιχορηγίας τοῦ πνεύματος»).

Greek Monotonic

ἐπιχορηγία: ἡ, επιπρόσθετη βοήθεια, αρωγή, συμπληρωματική συνδρομή, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

ἐπιχορηγία, ἡ, [from ἐπιχορηγέω
additional help, NTest.

Chinese

原文音譯:™picorhg⋯a 誒披-何而-誒居阿
詞類次數:名詞(2)
原文字根:在上-合唱隊-帶領
字義溯源:貢獻,捐助,供應,提供,支持,幫助;源自(ἐπιχορηγέω)=充足供給);由(ἐπί)*=在⋯上)與(χορηγέω)=舞會主管)組成;其中 (χορηγέω)又由(χορός)*=圓場)與(ἄγω)*=帶領)組成
出現次數:總共(2);弗(1);腓(1)
譯字彙編
1) 供應(2) 弗4:16; 腓1:19