ἡδυεπής: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
mNo edit summary
m (Text replacement - "S.''OT''" to "S.''OT''")
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=idyepis
|Transliteration C=idyepis
|Beta Code=h(dueph/s
|Beta Code=h(dueph/s
|Definition=Dor. [[ἁδυεπής]], ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[sweet-speaking]], <span class="bibl">Il.1.248</span>; Ὅμηρος <span class="bibl">Pi.<span class="title">N.</span>7.21</span>, cf. <span class="title">AP</span>9.525.8, etc.; [[sweet-sounding]], λύρα <span class="bibl">Pi.<span class="title">O.</span>10(11).93</span>; ὕμνος <span class="bibl">Id.<span class="title">N.</span>1.4</span>: voc., ὦ Διὸς ἁδυεπὲς φάτι <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>151</span>: poet.fem. pl., ἡδυέπειαι Μοῦσαι Ὀλυμπιάδες <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>965</span>, <span class="bibl">1021</span>:sg., ἡδυέπεια σῦριγξ <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>10.390</span>.</span>
|Definition=Dor. [[ἁδυεπής]], ές, [[sweet-speaking]], Il.1.248; Ὅμηρος Pi.''N.''7.21, cf. ''AP''9.525.8, etc.; [[sweet-sounding]], λύρα Pi.''O.''10(11).93; ὕμνος Id.''N.''1.4: voc., ὦ Διὸς ἁδυεπὲς φάτι [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]''151: ''poet.''fem. pl., ἡδυέπειαι Μοῦσαι Ὀλυμπιάδες Hes.''Th.''965, 1021:sg., ἡδυέπεια σῦριγξ [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 10.390.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1153.png Seite 1153]] ές, süß, angenehm redend; [[Νέστωρ]] Il. 1, 248; ἁδυεπὴς [[λύρα]] Pind. Ol. 11, 97; ὑμνος N. 1, 4; [[Ὅμηρος]] 7, 21; Apollo, Anth. (IX, 525).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1153.png Seite 1153]] ές, süß, angenehm redend; [[Νέστωρ]] Il. 1, 248; ἁδυεπὴς [[λύρα]] Pind. Ol. 11, 97; ὑμνος N. 1, 4; [[Ὅμηρος]] 7, 21; Apollo, Anth. (IX, 525).
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />[[au doux parler]], [[au doux langage]].<br />'''Étymologie:''' [[ἡδύς]], [[ἔπος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἡδῠεπής:''' дор. ἁδυεπής 2<br /><b class="num">1</b> [[сладкоречивый]] ([[Νέστωρ]] Hom.);<br /><b class="num">2</b> [[сладостный]], [[сладкозвучный]] ([[φάτις]] [[Διός]] Soph.; [[λύρα]], [[ὕμνος]] Pind.; [[Ἀπόλλων]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡδυεπής''': Δωρ. ἁδυ-, ές, [[ἡδέως]] ὁμιλῶν, Ἰλ. Α. 248, Πίνδ. Ν. 7. 31, Ἀνθ. Π. 9. 525, κτλ.· [[ἡδέως]] ἠχῶν, [[λύρα]] Πινδ. Ο. 10 (11). 114· [[ὕμνος]] ὁ αὐτ. Ν. 1. 4· κλητ. ὦ Διὸς ἁδυεπὲς φάτι Σοφ. Ο. Τ. 151·- ποιητ. θηλ. πληθ., ἡδυέπειαι Μοῦσαι Ὀλυμπιάδες Ἡσ. Θ. 965, 1020.
|lstext='''ἡδυεπής''': Δωρ. ἁδυ-, ές, [[ἡδέως]] ὁμιλῶν, Ἰλ. Α. 248, Πίνδ. Ν. 7. 31, Ἀνθ. Π. 9. 525, κτλ.· [[ἡδέως]] ἠχῶν, [[λύρα]] Πινδ. Ο. 10 (11). 114· [[ὕμνος]] ὁ αὐτ. Ν. 1. 4· κλητ. ὦ Διὸς ἁδυεπὲς φάτι Σοφ. Ο. Τ. 151·- ποιητ. θηλ. πληθ., ἡδυέπειαι Μοῦσαι Ὀλυμπιάδες Ἡσ. Θ. 965, 1020.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />au doux parler, au doux langage.<br />'''Étymologie:''' [[ἡδύς]], [[ἔπος]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἡδυεπής:''' ([[ἔπος]]), Δωρ. ἁδυ-, -ές, αυτός που μιλάει γλυκά, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· αυτός που ακούγεται, ηχεί γλυκά, σε Πίνδ.· ποιητ. θηλ. <i>ἡδυέπεια</i>, σε Ησίοδ.
|lsmtext='''ἡδυεπής:''' ([[ἔπος]]), Δωρ. ἁδυ-, -ές, αυτός που μιλάει γλυκά, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· αυτός που ακούγεται, ηχεί γλυκά, σε Πίνδ.· ποιητ. θηλ. <i>ἡδυέπεια</i>, σε Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἡδῠεπής:''' дор. ἁδυεπής 2<br /><b class="num">1)</b> сладкоречивый ([[Νέστωρ]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> сладостный, сладкозвучный ([[φάτις]] [[Διός]] Soph.; [[λύρα]], [[ὕμνος]] Pind.; [[Ἀπόλλων]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἔπος]]<br />[[sweet]]-[[speaking]], Il., etc.: [[sweet]]-[[sounding]], Pind.:—poet. fem. ἡδυέπεια, Hes.
|mdlsjtxt=[[ἔπος]]<br />[[sweet]]-[[speaking]], Il., etc.: [[sweet]]-[[sounding]], Pind.:—poet. fem. ἡδυέπεια, Hes.
}}
}}

Latest revision as of 11:20, 18 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡδυεπής Medium diacritics: ἡδυεπής Low diacritics: ηδυεπής Capitals: ΗΔΥΕΠΗΣ
Transliteration A: hēdyepḗs Transliteration B: hēdyepēs Transliteration C: idyepis Beta Code: h(dueph/s

English (LSJ)

Dor. ἁδυεπής, ές, sweet-speaking, Il.1.248; Ὅμηρος Pi.N.7.21, cf. AP9.525.8, etc.; sweet-sounding, λύρα Pi.O.10(11).93; ὕμνος Id.N.1.4: voc., ὦ Διὸς ἁδυεπὲς φάτι S.OT151: poet.fem. pl., ἡδυέπειαι Μοῦσαι Ὀλυμπιάδες Hes.Th.965, 1021:sg., ἡδυέπεια σῦριγξ Nonn. D. 10.390.

German (Pape)

[Seite 1153] ές, süß, angenehm redend; Νέστωρ Il. 1, 248; ἁδυεπὴς λύρα Pind. Ol. 11, 97; ὑμνος N. 1, 4; Ὅμηρος 7, 21; Apollo, Anth. (IX, 525).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
au doux parler, au doux langage.
Étymologie: ἡδύς, ἔπος.

Russian (Dvoretsky)

ἡδῠεπής: дор. ἁδυεπής 2
1 сладкоречивый (Νέστωρ Hom.);
2 сладостный, сладкозвучный (φάτις Διός Soph.; λύρα, ὕμνος Pind.; Ἀπόλλων Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἡδυεπής: Δωρ. ἁδυ-, ές, ἡδέως ὁμιλῶν, Ἰλ. Α. 248, Πίνδ. Ν. 7. 31, Ἀνθ. Π. 9. 525, κτλ.· ἡδέως ἠχῶν, λύρα Πινδ. Ο. 10 (11). 114· ὕμνος ὁ αὐτ. Ν. 1. 4· κλητ. ὦ Διὸς ἁδυεπὲς φάτι Σοφ. Ο. Τ. 151·- ποιητ. θηλ. πληθ., ἡδυέπειαι Μοῦσαι Ὀλυμπιάδες Ἡσ. Θ. 965, 1020.

English (Autenrieth)

(ϝέπος): sweet-speaking, Il. 1.248†.

Greek Monotonic

ἡδυεπής: (ἔπος), Δωρ. ἁδυ-, -ές, αυτός που μιλάει γλυκά, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· αυτός που ακούγεται, ηχεί γλυκά, σε Πίνδ.· ποιητ. θηλ. ἡδυέπεια, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

ἔπος
sweet-speaking, Il., etc.: sweet-sounding, Pind.:—poet. fem. ἡδυέπεια, Hes.