ημερόβιος: Difference between revisions
ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο (Α [[ἡμερόβιος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που ζει μόνο μια [[ημέρα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ημερόβιον</i><br />[[γένος]] εντόμων της οικογένειας [[ημεροβιίδες]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[βραχύβιος]], ο ολιγοζώητος<br /><b>2.</b> (για ζώα) αυτός που δρα [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ημέρας και ησυχάζει [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της νύχτας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τον Διογένη) αυτός που ζει με [[μεγάλη]] [[λιτότητα]] έχοντας τα απαραίτητα για τη συντήρησή του μόνο για μία [[ημέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βίος]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=-α, -ο (Α [[ἡμερόβιος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που ζει μόνο μια [[ημέρα]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ημερόβιον</i><br />[[γένος]] εντόμων της οικογένειας [[ημεροβιίδες]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[βραχύβιος]], ο ολιγοζώητος<br /><b>2.</b> (για ζώα) αυτός που δρα [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ημέρας και ησυχάζει [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της νύχτας<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τον Διογένη) αυτός που ζει με [[μεγάλη]] [[λιτότητα]] έχοντας τα απαραίτητα για τη συντήρησή του μόνο για μία [[ημέρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημερ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>βιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βίος]]), [[πρβλ]]. [[δενδρόβιος]], [[υδρόβιος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:50, 23 August 2021
Greek Monolingual
-α, -ο (Α ἡμερόβιος, -ον)
1. αυτός που ζει μόνο μια ημέρα
2. το ουδ. ως ουσ. το ημερόβιον
γένος εντόμων της οικογένειας ημεροβιίδες
νεοελλ.
1. ο βραχύβιος, ο ολιγοζώητος
2. (για ζώα) αυτός που δρα κατά τη διάρκεια της ημέρας και ησυχάζει κατά τη διάρκεια της νύχτας
αρχ.
1. (για τον Διογένη) αυτός που ζει με μεγάλη λιτότητα έχοντας τα απαραίτητα για τη συντήρησή του μόνο για μία ημέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)- + -βιος (< βίος), πρβλ. δενδρόβιος, υδρόβιος].