ισοκόρυφος: Difference between revisions
From LSJ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἰσοκόρυφος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ίση [[κορυφή]], ίσο ύψος, [[ισοϋψής]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που έχει ίση [[αξία]], ίση [[σημασία]] με κάποιον [[άλλο]], [[ισάξιος]], [[ισοδύναμος]] («ἰσοκόρυφοι πόλεις», Δίον. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[κόρυφος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κορυφή]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[ἰσοκόρυφος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ίση [[κορυφή]], ίσο ύψος, [[ισοϋψής]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που έχει ίση [[αξία]], ίση [[σημασία]] με κάποιον [[άλλο]], [[ισάξιος]], [[ισοδύναμος]] («ἰσοκόρυφοι πόλεις», Δίον. Αλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[κόρυφος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κορυφή]]), [[πρβλ]]. [[μεγαλοκόρυφος]], [[μελαγκόρυφος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:40, 24 August 2021
Greek Monolingual
ἰσοκόρυφος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει ίση κορυφή, ίσο ύψος, ισοϋψής
2. μτφ. αυτός που έχει ίση αξία, ίση σημασία με κάποιον άλλο, ισάξιος, ισοδύναμος («ἰσοκόρυφοι πόλεις», Δίον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -κόρυφος (< κορυφή), πρβλ. μεγαλοκόρυφος, μελαγκόρυφος.