κίουρος: Difference between revisions

From LSJ

Βίων δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονBion used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Bion said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kiouros
|Transliteration C=kiouros
|Beta Code=ki/ouros
|Beta Code=ki/ouros
|Definition=ὁ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[basket]] for corn, or [[measure]], Hsch. (Hebr. [[kiyyór]] 'pot, basin'.)</span>
|Definition=ὁ, [[basket]] for corn, or [[measure]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] (Hebr. [[kiyyór]] 'pot, basin'.)
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κίουρος]], ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i><br /><b>1.</b> [[δοχείο]] σιταριού<br /><b>2.</b> [[μέτρο]] χωρητικότητας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. από τη Σημιτική ([[πρβλ]]. εβρ. <i>kiyyor</i> «[[αγγείο]], [[δοχείο]]»). Η λ. απαντά πιθ. στη Μυκηναϊκή με τη [[μορφή]] <i>kiuroi</i> = <i>κίουροι</i>].
|mltxt=[[κίουρος]], ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i><br /><b>1.</b> [[δοχείο]] σιταριού<br /><b>2.</b> [[μέτρο]] χωρητικότητας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. από τη Σημιτική ([[πρβλ]]. εβρ. <i>kiyyor</i> «[[αγγείο]], [[δοχείο]]»). Η λ. απαντά πιθ. στη Μυκηναϊκή με τη [[μορφή]] <i>kiuroi</i> = <i>κίουροι</i>].
}}
}}

Latest revision as of 09:20, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κίουρος Medium diacritics: κίουρος Low diacritics: κίουρος Capitals: ΚΙΟΥΡΟΣ
Transliteration A: kíouros Transliteration B: kiouros Transliteration C: kiouros Beta Code: ki/ouros

English (LSJ)

ὁ, basket for corn, or measure, Hsch. (Hebr. kiyyór 'pot, basin'.)

Greek Monolingual

κίουρος, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.)
1. δοχείο σιταριού
2. μέτρο χωρητικότητας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. από τη Σημιτική (πρβλ. εβρ. kiyyor «αγγείο, δοχείο»). Η λ. απαντά πιθ. στη Μυκηναϊκή με τη μορφή kiuroi = κίουροι].