κούρβουλο: Difference between revisions

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Μ κούρβουλον)<br />[[κορμός]] κλήματος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αποξηραμένος [[κορμός]] κλήματος που χρησιμοποιείται ως καύσιμη ύλη, [[κούτσουρο]] αμπέλου<br /><b>2.</b> ο [[κορμός]] [[κάθε]] δένδρου<br /><b>3.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) το όλο [[φυτό]], το [[κλήμα]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[αδρανής]], [[ξερός]], [[ακίνητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κούρβος]] «[[καμπύλος]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ουλο</i> ([[πρβλ]]. <i>ψίχ</i>-<i>ουλο</i>)].
|mltxt=το (Μ κούρβουλον)<br />[[κορμός]] κλήματος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αποξηραμένος [[κορμός]] κλήματος που χρησιμοποιείται ως καύσιμη ύλη, [[κούτσουρο]] αμπέλου<br /><b>2.</b> ο [[κορμός]] [[κάθε]] δένδρου<br /><b>3.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) το όλο [[φυτό]], το [[κλήμα]]<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[αδρανής]], [[ξερός]], [[ακίνητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κούρβος]] «[[καμπύλος]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ουλο</i> ([[πρβλ]]. [[ψίχουλο]])].
}}
}}

Latest revision as of 06:50, 13 May 2023

Greek Monolingual

το (Μ κούρβουλον)
κορμός κλήματος
νεοελλ.
1. αποξηραμένος κορμός κλήματος που χρησιμοποιείται ως καύσιμη ύλη, κούτσουρο αμπέλου
2. ο κορμός κάθε δένδρου
3. (κατ' επέκτ.) το όλο φυτό, το κλήμα
4. μτφ. αδρανής, ξερός, ακίνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κούρβος «καμπύλος» + -ουλο (πρβλ. ψίχουλο)].