μελαμπόρφυρος: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὸ δὲ τῆς φιλαυτίας παρηγμένοι ἄλογα φασὶν τὰ ζῷα ἐφεξῆς τὰ ἄλλα σύμπαντα → it is self-love which leads them to say that all the other animals without exception are non-rational

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=melamporfyros
|Transliteration C=melamporfyros
|Beta Code=melampo/rfuros
|Beta Code=melampo/rfuros
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[dark purple]], <span class="bibl">Poll.4.119</span>.</span>
|Definition=μελαμπόρφυρον, [[dark purple]], Poll.4.119.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μελαμπόρφυρος]], -ον (Α)<br />αυτός ο [[οποίος]] έχει [[χρώμα]] πορφυρό που μελανίζει, [[βαθύς]] [[πορφυρός]], [[μαυροκόκκινος]] («μελαμπόρφυρον [[ἱμάτιον]]», <b>Πολυδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[πορφύρα]] ([[πρβλ]]. <i>αλι</i>-[[πόρφυρος]], <i>παμ</i>-[[πόρφυρος]])].
|mltxt=[[μελαμπόρφυρος]], -ον (Α)<br />αυτός ο [[οποίος]] έχει [[χρώμα]] πορφυρό που μελανίζει, [[βαθύς]] [[πορφυρός]], [[μαυροκόκκινος]] («μελαμπόρφυρον [[ἱμάτιον]]», <b>Πολυδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[πορφύρα]] ([[πρβλ]]. [[αλιπόρφυρος]], [[παμπόρφυρος]])].
}}
}}

Latest revision as of 12:23, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελαμπόρφῠρος Medium diacritics: μελαμπόρφυρος Low diacritics: μελαμπόρφυρος Capitals: ΜΕΛΑΜΠΟΡΦΥΡΟΣ
Transliteration A: melampórphyros Transliteration B: melamporphyros Transliteration C: melamporfyros Beta Code: melampo/rfuros

English (LSJ)

μελαμπόρφυρον, dark purple, Poll.4.119.

German (Pape)

[Seite 118] dunkelpurpurfarbig, Poll. 4, 119.

Greek (Liddell-Scott)

μελαμπόρφῠρος: -ον, ὁ ἔχων χρῶμα πορφυροῦν μελανίζον, Πολυδ. Δ΄, 119.

Greek Monolingual

μελαμπόρφυρος, -ον (Α)
αυτός ο οποίος έχει χρώμα πορφυρό που μελανίζει, βαθύς πορφυρός, μαυροκόκκινος («μελαμπόρφυρον ἱμάτιον», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + πορφύρα (πρβλ. αλιπόρφυρος, παμπόρφυρος)].