μελίφρων: Difference between revisions

From LSJ

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=melifron
|Transliteration C=melifron
|Beta Code=meli/frwn
|Beta Code=meli/frwn
|Definition=ον, gen. ονος, (φρήν) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[sweet to the mind]], [[delicious]], ὕπνος <span class="bibl">Il.2.34</span>, B.<span class="title">Fr.</span>3.10; οἶνος <span class="bibl">Il.6.264</span>, <span class="bibl">Od.7.182</span>, etc.; μ. θυμός <span class="bibl">Hes.<span class="title">Sc.</span>428</span>; νόστος <span class="bibl">Simon.119</span>; σκόλιον <span class="bibl">Pi.<span class="title">Fr.</span>122.11</span>; μ. αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε <span class="bibl">Id.<span class="title">N.</span>7.11</span>; μ. δεσμὸν ἐρώτων <span class="bibl">Coluth. 95</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Act., [[whose care is honey]], Ἀρισταῖος <span class="bibl">A.R.4.1132</span>.</span>
|Definition=μελίφρον, gen. ονος, ([[φρήν]])<br><span class="bld">A</span> [[sweet to the mind]], [[delicious]], ὕπνος Il.2.34, B.''Fr.''3.10; οἶνος Il.6.264, Od.7.182, etc.; μ. θυμός Hes.''Sc.''428; νόστος Simon.119; σκόλιον Pi.''Fr.''122.11; μ. αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε Id.''N.''7.11; μ. δεσμὸν ἐρώτων Coluth. 95.<br><span class="bld">II</span> Act., [[whose care is honey]], Ἀρισταῖος A.R.4.1132.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0125.png Seite 125]] ονος, durch Süßigkeit das Herz erfreuend; [[οἶνος]], Il. 24, 284 Od. 7, 182; auch [[πυρός]], [[σῖτος]] u. [[ὕπνος]], Il. 2, 34, wie Bacchyl. Stob. fl. 55, 3; [[θυμός]], Hes. Sc. 428; [[αἰτία]], Pind. N. 7, 11; [[βάρβιτος]], Ep. in Mus. (IX, 504); μῦθοι, Ap. Rh. 5, 458; [[καρπός]], 2, 1003; δασμὸς ἐρώτων, Coluth. 94. – Aber im eigtl. Sinne heißt Aristaios so, der für den Honig sorgt od. ihn erfunden hat, Ap. Rh. 4, 1132.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0125.png Seite 125]] ονος, durch Süßigkeit das Herz erfreuend; [[οἶνος]], Il. 24, 284 Od. 7, 182; auch [[πυρός]], [[σῖτος]] u. [[ὕπνος]], Il. 2, 34, wie Bacchyl. Stob. fl. 55, 3; [[θυμός]], Hes. Sc. 428; [[αἰτία]], Pind. N. 7, 11; [[βάρβιτος]], Ep. in Mus. (IX, 504); μῦθοι, Ap. Rh. 5, 458; [[καρπός]], 2, 1003; δασμὸς ἐρώτων, Coluth. 94. – Aber im eigtl. Sinne heißt Aristaios so, der für den Honig sorgt od. ihn erfunden hat, Ap. Rh. 4, 1132.
}}
{{bailly
|btext=<i>gén.</i> ονος;<br />[[doux comme le miel]].<br />'''Étymologie:''' [[μέλι]], [[φρήν]].
}}
{{elru
|elrutext='''μελίφρων:''' 2, gen. ονος услаждающий душу ([[οἶνος]], [[σῖτος]], [[ὕπνος]] Hom.; [[θυμός]] Hes.; [[βάρβιτος]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μελίφρων''': -ονος, ὁ, ἡ, (φρὴν) ἡδὺς εἰς τὰς φρένας, [[εὐχάριστος]], [[τερπνός]], [[μελίφρων]] [[ὕπνος]] Ἰλ. Β. 34· [[οἶνον]] μελίφρονα Ζ. 264, πρβλ. Ὀδ. Η. 182, κτλ.· μ. θυμὸς Ἡσ. Ἀσπ. [[Ἡρακλ]]. 428· [[νόστος]] Σιμωνίδ. 120· [[σκόλιον]] Πινδ. Ἀποσπ. 87, πρβλ. Ν. 7. 16. II. ἐνεργητ., ὁ φροντίζων περὶ μελισσῶν, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1132.
|lstext='''μελίφρων''': -ονος, ὁ, ἡ, (φρὴν) ἡδὺς εἰς τὰς φρένας, [[εὐχάριστος]], [[τερπνός]], [[μελίφρων]] [[ὕπνος]] Ἰλ. Β. 34· [[οἶνον]] μελίφρονα Ζ. 264, πρβλ. Ὀδ. Η. 182, κτλ.· μ. θυμὸς Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρακλ. 428· [[νόστος]] Σιμωνίδ. 120· [[σκόλιον]] Πινδ. Ἀποσπ. 87, πρβλ. Ν. 7. 16. II. ἐνεργητ., ὁ φροντίζων περὶ μελισσῶν, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1132.
}}
{{bailly
|btext=<i>gén.</i> ονος;<br />doux comme le miel.<br />'''Étymologie:''' [[μέλι]], [[φρήν]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[μελίφρων]] <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[honey]] [[sweet]] to the [[mind]] μελίφρον' αἰτίαν ῥοιαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε (N. 7.11) μελίφρονι αὐδ[ᾷ ([[hiatus]] notabilis.) Πα.… τοιάνδε μελίφρονος ἀρχὰν σκολίου fr. 122. 14.
|sltr=[[μελίφρων]] [[honey]] [[sweet]] to the [[mind]] μελίφρον' αἰτίαν ῥοιαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε (N. 7.11) μελίφρονι αὐδ[ᾷ ([[hiatus]] notabilis.) Πα.… τοιάνδε μελίφρονος ἀρχὰν σκολίου fr. 122. 14.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μελίφρων]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ευφραίνει με τη γλυκύτητά του τον νου, [[ευχάριστος]], [[τερπνός]] («εὖτ' ἄν σε [[μελίφρων]] [[ὕπνος]] ἀνίῃ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (ως [[προσωνυμία]] του Αρισταίου) αυτός που φροντίζει για τις μέλισσες ή για το [[μέλι]] ή αυτός που εφεύρε το [[μέλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλι]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], <i>φρενός</i>), [[πρβλ]]. <i>μαλακό</i>-<i>φρων</i>].
|mltxt=[[μελίφρων]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ευφραίνει με τη γλυκύτητά του τον νου, [[ευχάριστος]], [[τερπνός]] («εὖτ' ἄν σε [[μελίφρων]] [[ὕπνος]] ἀνίῃ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (ως [[προσωνυμία]] του Αρισταίου) αυτός που φροντίζει για τις μέλισσες ή για το [[μέλι]] ή αυτός που εφεύρε το [[μέλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλι]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], <i>φρενός</i>), [[πρβλ]]. [[μαλακόφρων]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μελίφρων:''' -ονος, ὁ, ἡ ([[φρήν]]), αυτός που με τη γλυκύτητά του τέρπει τον νου, [[τερπνός]], σε Όμηρ., Ησίοδ.
|lsmtext='''μελίφρων:''' -ονος, ὁ, ἡ ([[φρήν]]), αυτός που με τη γλυκύτητά του τέρπει τον νου, [[τερπνός]], σε Όμηρ., Ησίοδ.
}}
{{elru
|elrutext='''μελίφρων:''' 2, gen. ονος услаждающий душу ([[οἶνος]], [[σῖτος]], [[ὕπνος]] Hom.; [[θυμός]] Hes.; [[βάρβιτος]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μελί-φρων, ονος, ὁ, ἡ, [[φρήν]]<br />[[sweet]] to the [[mind]], [[delicious]], Hom., Hes.
|mdlsjtxt=μελί-φρων, ονος, ὁ, ἡ, [[φρήν]]<br />[[sweet]] to the [[mind]], [[delicious]], Hom., Hes.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[εὐχάριστος]]). Ἀπό τό [[μέλι]] + [[φρήν]] (=[[νοῦς]]), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Latest revision as of 10:32, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελίφρων Medium diacritics: μελίφρων Low diacritics: μελίφρων Capitals: ΜΕΛΙΦΡΩΝ
Transliteration A: melíphrōn Transliteration B: meliphrōn Transliteration C: melifron Beta Code: meli/frwn

English (LSJ)

μελίφρον, gen. ονος, (φρήν)
A sweet to the mind, delicious, ὕπνος Il.2.34, B.Fr.3.10; οἶνος Il.6.264, Od.7.182, etc.; μ. θυμός Hes.Sc.428; νόστος Simon.119; σκόλιον Pi.Fr.122.11; μ. αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε Id.N.7.11; μ. δεσμὸν ἐρώτων Coluth. 95.
II Act., whose care is honey, Ἀρισταῖος A.R.4.1132.

German (Pape)

[Seite 125] ονος, durch Süßigkeit das Herz erfreuend; οἶνος, Il. 24, 284 Od. 7, 182; auch πυρός, σῖτος u. ὕπνος, Il. 2, 34, wie Bacchyl. Stob. fl. 55, 3; θυμός, Hes. Sc. 428; αἰτία, Pind. N. 7, 11; βάρβιτος, Ep. in Mus. (IX, 504); μῦθοι, Ap. Rh. 5, 458; καρπός, 2, 1003; δασμὸς ἐρώτων, Coluth. 94. – Aber im eigtl. Sinne heißt Aristaios so, der für den Honig sorgt od. ihn erfunden hat, Ap. Rh. 4, 1132.

French (Bailly abrégé)

gén. ονος;
doux comme le miel.
Étymologie: μέλι, φρήν.

Russian (Dvoretsky)

μελίφρων: 2, gen. ονος услаждающий душу (οἶνος, σῖτος, ὕπνος Hom.; θυμός Hes.; βάρβιτος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

μελίφρων: -ονος, ὁ, ἡ, (φρὴν) ἡδὺς εἰς τὰς φρένας, εὐχάριστος, τερπνός, μελίφρων ὕπνος Ἰλ. Β. 34· οἶνον μελίφρονα Ζ. 264, πρβλ. Ὀδ. Η. 182, κτλ.· μ. θυμὸς Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρακλ. 428· νόστος Σιμωνίδ. 120· σκόλιον Πινδ. Ἀποσπ. 87, πρβλ. Ν. 7. 16. II. ἐνεργητ., ὁ φροντίζων περὶ μελισσῶν, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1132.

English (Autenrieth)

honey-minded, honeylike, sweet.

English (Slater)

μελίφρων honey sweet to the mind μελίφρον' αἰτίαν ῥοιαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε (N. 7.11) μελίφρονι αὐδ[ᾷ (hiatus notabilis.) Πα.… τοιάνδε μελίφρονος ἀρχὰν σκολίου fr. 122. 14.

Greek Monolingual

μελίφρων, -ον (Α)
1. αυτός που ευφραίνει με τη γλυκύτητά του τον νου, ευχάριστος, τερπνός («εὖτ' ἄν σε μελίφρων ὕπνος ἀνίῃ», Ομ. Ιλ.)
2. (ως προσωνυμία του Αρισταίου) αυτός που φροντίζει για τις μέλισσες ή για το μέλι ή αυτός που εφεύρε το μέλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μαλακόφρων].

Greek Monotonic

μελίφρων: -ονος, ὁ, ἡ (φρήν), αυτός που με τη γλυκύτητά του τέρπει τον νου, τερπνός, σε Όμηρ., Ησίοδ.

Middle Liddell

μελί-φρων, ονος, ὁ, ἡ, φρήν
sweet to the mind, delicious, Hom., Hes.

Mantoulidis Etymological

(=εὐχάριστος). Ἀπό τό μέλι + φρήν (=νοῦς), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.