ευχάριστος: Difference between revisions
Δούλου γὰρ οὐδὲν χεῖρον οὐδὲ τοῦ καλοῦ → Res nulla servo peior est, etiam bono → Ein Sklave ist das schlechteste, selbst wenn er gut
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐχάριστος]], -ον)<br />(για πρόσ., πράξεις, καταστάσεις, πράγματα)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[γεμάτος]] [[χάρη]], ο [[θελκτικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που παρέχει [[ευχαρίστηση]], [[ευφροσύνη]], [[τέρψη]]<br />(«οὐχ ὅμοια | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐχάριστος]], -ον)<br />(για πρόσ., πράξεις, καταστάσεις, πράγματα)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[γεμάτος]] [[χάρη]], ο [[θελκτικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που παρέχει [[ευχαρίστηση]], [[ευφροσύνη]], [[τέρψη]]<br />(«οὐχ ὅμοια προαιρεῖται ὁ [[εὐχάριστος]] καὶ ὁ γελωτοποιῶν, ἀλλ' ὁ μὲν εὐφραίνειν, ὁ δὲ γελασθῆναι», Δημήτρ.)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[ευχαριστημένος]], ικανοποιημένος<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo εὐχάριστον</i><br />η αγαθή [[διάθεση]], η καλή [[διάθεση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αγαθοεργός]], [[ευεργετικός]]<br /><b>2.</b> [[τίτλος]] τών Πτολεμαίων<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «εὐχάριστα δῶρα» — δώρα ευπρόσδεκτα<br />β) «τὸ εὐχάριστον τῆς ψυχῆς» — η [[αγαθοεργός]] [[διάθεση]] της ψυχής, η ευεργετική [[διάθεση]]<br /><b>4.</b> [[ευγνώμων]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευχαρίστως</i> και <i>ευχάριστα</i> (ΑΜ εὐχαρίστως)<br /><b>νεοελλ.</b><br />με [[προθυμία]], με [[χαρά]], με [[ευχαρίστηση]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />με [[ευγνωμοσύνη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με τρόπο ευχάριστο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «εὐχαρίστως τελευτῶ» — [[πεθαίνω]] [[μέσα]] σε [[ευδαιμονία]], [[πεθαίνω]] ευτυχισμένα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>χαριστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χαρίζω]] <span style="color: red;"><</span> [[χάρις]]), [[πρβλ]]. [[αχάριστος]], [[δυσχάριστος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:30, 13 October 2022
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐχάριστος, -ον)
(για πρόσ., πράξεις, καταστάσεις, πράγματα)
1. αυτός που είναι γεμάτος χάρη, ο θελκτικός
2. αυτός που παρέχει ευχαρίστηση, ευφροσύνη, τέρψη
(«οὐχ ὅμοια προαιρεῖται ὁ εὐχάριστος καὶ ὁ γελωτοποιῶν, ἀλλ' ὁ μὲν εὐφραίνειν, ὁ δὲ γελασθῆναι», Δημήτρ.)
μσν.
1. ευχαριστημένος, ικανοποιημένος
2. το ουδ. ως ουσ. τo εὐχάριστον
η αγαθή διάθεση, η καλή διάθεση
αρχ.
1. αγαθοεργός, ευεργετικός
2. τίτλος τών Πτολεμαίων
3. φρ. α) «εὐχάριστα δῶρα» — δώρα ευπρόσδεκτα
β) «τὸ εὐχάριστον τῆς ψυχῆς» — η αγαθοεργός διάθεση της ψυχής, η ευεργετική διάθεση
4. ευγνώμων.
επίρρ...
ευχαρίστως και ευχάριστα (ΑΜ εὐχαρίστως)
νεοελλ.
με προθυμία, με χαρά, με ευχαρίστηση
μσν.-αρχ.
με ευγνωμοσύνη
αρχ.
1. με τρόπο ευχάριστο
2. φρ. «εὐχαρίστως τελευτῶ» — πεθαίνω μέσα σε ευδαιμονία, πεθαίνω ευτυχισμένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -χαριστος (< χαρίζω < χάρις), πρβλ. αχάριστος, δυσχάριστος].