Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

νεβρίς: Difference between revisions

From LSJ

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος – For men reason is a healer of grief – Für Menschen ist der Trauer Arzt allein das WortMaeroris unica medicina oratio.

Menander, Sententiae, 452
mNo edit summary
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nevris
|Transliteration C=nevris
|Beta Code=nebri/s
|Beta Code=nebri/s
|Definition=ἡ, gen. <b class="b3">ίδος [ῐ]</b> <span class="bibl">E.<span class="title">Ba.</span>136</span> (lyr.; late ῖδος <span class="bibl">D.P.703</span>, <span class="bibl">946</span>), <span class="sense"><span class="bld">A</span> νεβρίδα <span class="bibl">E.<span class="title">Ba.</span>24</span>, Thes<span class="bibl">p.1</span>, νεβρίσι <span class="bibl">E. <span class="title">Ba.</span>249</span>, [[νεβρίδας]] ib.<span class="bibl">696</span>:—[[fawnskin]], esp. as the dress of Dionysus and the Bacchae, Il.cc.</span>
|Definition=ἡ, gen. ίδος [ῐ] E.''Ba.''136 (lyr.; late ῖδος D.P.703, 946), νεβρίδα E.''Ba.''24, Thesp.1, νεβρίσι E. ''Ba.''249, [[νεβρίδας]] ib.696:—[[fawnskin]], esp. as the dress of Dionysus and the Bacchae, Il.cc.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0235.png Seite 235]] ίδος, ἡ, das Fell eines Hirschkalbes, bes. Bekleidung des Bacchus und der Bacchantinnen; νεβρίδ' ἐξάψας [[χροός]], Eur. Bacch. 24; νεβρίδος ἔχων ἱερὸν ἔνδυτον, 137; ἐν ποικίλαισι νεβρίσι, 111; Sp., wie Luc. Bacch. 1; Plut. Symp. 4 extr. u. A. – [Νεβρῖδος hat D. Per. 703. 946, u. Draco p. 69, 23 führt ihn allein an; aber für die Kürze des ι sprechen Eur. Bacch. 24. 230, Theocr. ep. 2, 4, Hedyl. 2, 6, Opp. Cyn. 4, 245 u. a. sp. D.]
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0235.png Seite 235]] ίδος, ἡ, das Fell eines Hirschkalbes, bes. Bekleidung des Bacchus und der Bacchantinnen; νεβρίδ' ἐξάψας [[χροός]], Eur. Bacch. 24; νεβρίδος ἔχων ἱερὸν ἔνδυτον, 137; ἐν ποικίλαισι νεβρίσι, 111; Sp., wie Luc. Bacch. 1; Plut. Symp. 4 extr. u. A. – [Νεβρῖδος hat D. Per. 703. 946, u. Draco p. 69, 23 führt ihn allein an; aber für die Kürze des ι sprechen Eur. Bacch. 24. 230, Theocr. ep. 2, 4, Hedyl. 2, 6, Opp. Cyn. 4, 245 u. a. sp. D.]
}}
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><i>s.e.</i> [[δορά]];<br />[[peau de faon]].<br />'''Étymologie:''' [[νεβρός]].
}}
{{elru
|elrutext='''νεβρίς:''' ίδος (ῐδ) ἡ (''[[sc.]]'' [[δορά]]) шкура молодого оленя (ἐν ποικίλαισι νεβρίσι Eur.; ν. [[χρυσόπαστος]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νεβρίς''': ἡ: γεν. -ῖδος, Διον. Π. 703, 946, καὶ [[εἶναι]] ὁ [[μόνος]] [[τύπος]] ὃν παρέχει ὁ Δράκων· ἀλλὰ ῐ ἐν τοῖς: νεβρίδος Εὐρ. Βάκχ. 137· νεβρίδα [[αὐτόθι]] 24· νεβρίσι [[αὐτόθι]] 249· νεβρίδας [[αὐτόθι]] 696, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 90· - δέρμα νεβροῦ, ἰδίως ὡς [[ἔνδυμα]] τοῦ Διονύσου καὶ τῶν βακχευόντων.
|lstext='''νεβρίς''': ἡ: γεν. -ῖδος, Διον. Π. 703, 946, καὶ [[εἶναι]] ὁ [[μόνος]] [[τύπος]] ὃν παρέχει ὁ Δράκων· ἀλλὰ ῐ ἐν τοῖς: νεβρίδος Εὐρ. Βάκχ. 137· νεβρίδα [[αὐτόθι]] 24· νεβρίσι [[αὐτόθι]] 249· νεβρίδας [[αὐτόθι]] 696, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 90· - δέρμα νεβροῦ, ἰδίως ὡς [[ἔνδυμα]] τοῦ Διονύσου καὶ τῶν βακχευόντων.
}}
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><i>s.e.</i> [[δορά]];<br />peau de faon.<br />'''Étymologie:''' [[νεβρός]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[νεβρίς]], -ῑδος και -[[ίδος]])<br />το [[δέρμα]] του νεβρού, του νεογνού του ελαφιού («[[νεβρίδα]] χρυσόπαστον [[ἐνημμένος]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] τελεόστεων ακανθοπτερύγιων ψαριών της οικογένειας τών συαινιδών<br /><b>αρχ.</b><br />το [[δέρμα]] του νεαρού ελαφιού, [[ιδίως]] ως [[ένδυμα]] του Βάκχου και τών θιασωτών του, τών μάντεων κ.λπ. («νεβρίδος ἔχων ἱερὸν ἐνδυτόν», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεβρός]] «[[ελαφάκι]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] (<b>πρβλ.</b> [[μαργαρίς]])].
|mltxt=η (Α [[νεβρίς]], -ῖδος και -ίδος)<br />το [[δέρμα]] του νεβρού, του νεογνού του ελαφιού («[[νεβρίδα]] χρυσόπαστον [[ἐνημμένος]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] τελεόστεων ακανθοπτερύγιων ψαριών της οικογένειας τών συαινιδών<br /><b>αρχ.</b><br />το [[δέρμα]] του νεαρού ελαφιού, [[ιδίως]] ως [[ένδυμα]] του Βάκχου και τών θιασωτών του, τών μάντεων κ.λπ. («νεβρίδος ἔχων ἱερὸν ἐνδυτόν», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεβρός]] «[[ελαφάκι]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -ίδος (<b>πρβλ.</b> [[μαργαρίς]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''νεβρίς:''' -[[ίδος]], ἡ, [[δέρμα]] νεογέννητου ελαφιού, [[ιδίως]] ως [[ένδυμα]] του Βάκχου και των ακολούθων του βακχευόντων, σε Ευρ.
|lsmtext='''νεβρίς:''' -ίδος, ἡ, [[δέρμα]] νεογέννητου ελαφιού, [[ιδίως]] ως [[ένδυμα]] του Βάκχου και των ακολούθων του βακχευόντων, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''νεβρίς:''' ίδος (ῐδ) ἡ (sc. [[δορά]]) шкура молодого оленя (ἐν ποικίλαισι νεβρίσι Eur.; ν. [[χρυσόπαστος]] Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[νεβρίς]], ίδος, ἡ,<br />a fawnskin, esp. as the [[dress]] of [[Bacchus]] and the Bacchantes, Eur.
|mdlsjtxt=[[νεβρίς]], ίδος, ἡ,<br />a fawnskin, esp. as the [[dress]] of [[Bacchus]] and the Bacchantes, Eur.
}}
}}

Latest revision as of 14:10, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεβρίς Medium diacritics: νεβρίς Low diacritics: νεβρίς Capitals: ΝΕΒΡΙΣ
Transliteration A: nebrís Transliteration B: nebris Transliteration C: nevris Beta Code: nebri/s

English (LSJ)

ἡ, gen. ίδος [ῐ] E.Ba.136 (lyr.; late ῖδος D.P.703, 946), νεβρίδα E.Ba.24, Thesp.1, νεβρίσι E. Ba.249, νεβρίδας ib.696:—fawnskin, esp. as the dress of Dionysus and the Bacchae, Il.cc.

German (Pape)

[Seite 235] ίδος, ἡ, das Fell eines Hirschkalbes, bes. Bekleidung des Bacchus und der Bacchantinnen; νεβρίδ' ἐξάψας χροός, Eur. Bacch. 24; νεβρίδος ἔχων ἱερὸν ἔνδυτον, 137; ἐν ποικίλαισι νεβρίσι, 111; Sp., wie Luc. Bacch. 1; Plut. Symp. 4 extr. u. A. – [Νεβρῖδος hat D. Per. 703. 946, u. Draco p. 69, 23 führt ihn allein an; aber für die Kürze des ι sprechen Eur. Bacch. 24. 230, Theocr. ep. 2, 4, Hedyl. 2, 6, Opp. Cyn. 4, 245 u. a. sp. D.]

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
s.e. δορά;
peau de faon.
Étymologie: νεβρός.

Russian (Dvoretsky)

νεβρίς: ίδος (ῐδ) ἡ (sc. δορά) шкура молодого оленя (ἐν ποικίλαισι νεβρίσι Eur.; ν. χρυσόπαστος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

νεβρίς: ἡ: γεν. -ῖδος, Διον. Π. 703, 946, καὶ εἶναιμόνος τύπος ὃν παρέχει ὁ Δράκων· ἀλλὰ ῐ ἐν τοῖς: νεβρίδος Εὐρ. Βάκχ. 137· νεβρίδα αὐτόθι 24· νεβρίσι αὐτόθι 249· νεβρίδας αὐτόθι 696, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 90· - δέρμα νεβροῦ, ἰδίως ὡς ἔνδυμα τοῦ Διονύσου καὶ τῶν βακχευόντων.

Greek Monolingual

η (Α νεβρίς, -ῖδος και -ίδος)
το δέρμα του νεβρού, του νεογνού του ελαφιού («νεβρίδα χρυσόπαστον ἐνημμένος», Πλούτ.)
νεοελλ.
ζωολ. γένος τελεόστεων ακανθοπτερύγιων ψαριών της οικογένειας τών συαινιδών
αρχ.
το δέρμα του νεαρού ελαφιού, ιδίως ως ένδυμα του Βάκχου και τών θιασωτών του, τών μάντεων κ.λπ. («νεβρίδος ἔχων ἱερὸν ἐνδυτόν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεβρός «ελαφάκι» + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. μαργαρίς)].

Greek Monotonic

νεβρίς: -ίδος, ἡ, δέρμα νεογέννητου ελαφιού, ιδίως ως ένδυμα του Βάκχου και των ακολούθων του βακχευόντων, σε Ευρ.

Middle Liddell

νεβρίς, ίδος, ἡ,
a fawnskin, esp. as the dress of Bacchus and the Bacchantes, Eur.