οἰοβουκόλος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
m (Text replacement - "ποῑ" to "ποῖ")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oiovoukolos
|Transliteration C=oiovoukolos
|Beta Code=oi)obouko/los
|Beta Code=oi)obouko/los
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[herdsman of one heifer]], i.e. of <span class="bibl">10</span>, <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>304</span>.</span>
|Definition=οἰοβουκόλον, [[herdsman of one heifer]], i.e. of 10, A.''Supp.''304.
}}
{{ls
|lstext='''οἰοβουκόλος''': -ον, ὁ μιᾶς δαμάλεως [[βουκόλος]], δηλ. τῆς Ἰοῦς, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 304.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui fait paître les brebis <i>ou</i> aux pâtres solitaires.<br />'''Étymologie:''' [[οἶς]], [[βουκόλος]] <i>ou</i> [[οἶος]], [[βουκόλος]].
|btext=ος, ον :<br />qui fait paître les brebis <i>ou</i> aux pâtres solitaires.<br />'''Étymologie:''' [[οἶς]], [[βουκόλος]] <i>ou</i> [[οἶος]], [[βουκόλος]].
}}
}}
{{grml
{{pape
|mltxt=[[οἰοβουκόλος]], -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) (για τον Αργό που είχε την [[εντολή]] να φυλάει την Ιώ) αυτός που βόσκει μία μόνο νεαρή [[αγελάδα]] («ποῖον πανόπτην οἰοβουκόλον λέγεις;», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶος]] (Ι) «[[μόνος]]» <span style="color: red;">+</span> [[βουκόλος]] «[[βοσκός]]»].
|ptext=<i>[[allein]], nur ein Rind [[weidend]]</i>, Aesch. <i>Suppl</i>. 300, von [[Argos]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''οἰοβουκόλος:''' пасущий одну лишь телицу, т. е. Ἰώ ([[Ἄργος]] Aesch.).
|elrutext='''οἰοβουκόλος:''' пасущий одну лишь телицу, т. е. Ἰώ ([[Ἄργος]] Aesch.).
}}
{{ls
|lstext='''οἰοβουκόλος''': -ον, ὁ μιᾶς δαμάλεως [[βουκόλος]], δηλ. τῆς Ἰοῦς, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 304.
}}
{{grml
|mltxt=[[οἰοβουκόλος]], -ον (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) (για τον Αργό που είχε την [[εντολή]] να φυλάει την Ιώ) αυτός που βόσκει μία μόνο νεαρή [[αγελάδα]] («ποῖον πανόπτην οἰοβουκόλον λέγεις;», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[οἶος]] (Ι) «[[μόνος]]» <span style="color: red;">+</span> [[βουκόλος]] «[[βοσκός]]»].
}}
}}

Latest revision as of 11:52, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰοβουκόλος Medium diacritics: οἰοβουκόλος Low diacritics: οιοβουκόλος Capitals: ΟΙΟΒΟΥΚΟΛΟΣ
Transliteration A: oioboukólos Transliteration B: oioboukolos Transliteration C: oiovoukolos Beta Code: oi)obouko/los

English (LSJ)

οἰοβουκόλον, herdsman of one heifer, i.e. of 10, A.Supp.304.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui fait paître les brebis ou aux pâtres solitaires.
Étymologie: οἶς, βουκόλος ou οἶος, βουκόλος.

German (Pape)

allein, nur ein Rind weidend, Aesch. Suppl. 300, von Argos.

Russian (Dvoretsky)

οἰοβουκόλος: пасущий одну лишь телицу, т. е. Ἰώ (Ἄργος Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

οἰοβουκόλος: -ον, ὁ μιᾶς δαμάλεως βουκόλος, δηλ. τῆς Ἰοῦς, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 304.

Greek Monolingual

οἰοβουκόλος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) (για τον Αργό που είχε την εντολή να φυλάει την Ιώ) αυτός που βόσκει μία μόνο νεαρή αγελάδα («ποῖον πανόπτην οἰοβουκόλον λέγεις;», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶος (Ι) «μόνος» + βουκόλος «βοσκός»].