μαντείη: Difference between revisions

From LSJ

ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook

Source
(Created page with "{{grml |mltxt=η (AM μαντεία, Α επικ. τ. μαντείη, ιων. τ. μαντηΐη, Μ και μαντειά) μαντεύω<br /><b>1.</b>...")
 
mNo edit summary
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[μαντεία]], Α επικ. τ. [[μαντείη]], ιων. τ. [[μαντηΐη]], Μ και [[μαντειά]]) [[μαντεύω]]<br /><b>1.</b> το να προλέγει [[κάποιος]] αυτά που πρόκειται να συμβούν ή να αποκαλύπτει τα άγνωστα, η προφητική [[δύναμη]], η [[μαντική]] [[ιδιότητα]], η [[μαντική]] [[τέχνη]] («μαντείας... δεῖται ὅ,τι ποτὲ λέγεις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> οι προφητείες, οι χρησμοί, οι εξηγήσεις τών σημείων<br /><b>μσν.</b><br />μαγική [[πράξη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[τρόπος]] με τον οποίο δινόταν ο [[χρησμός]] («ἡ δὲ [[μαντηΐη]] ἥ τε ἐν Θήβῃσι τῇσι Αἰγυπτίῃσι καὶ ἐν Δωδώνῃ παραπλήσιαι ἀλλῄλησι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εικασία]], [[πιθανολογία]], [[υπόθεση]] («τον γε [[ἄνευ]] πείρας αἱρούμενον μαντείᾳ μᾶλλον ἢ κρίσει τἀληθὲς ἀναζητοῦντα», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> σκοτεινή [[έκφραση]], [[δυσνόητος]] [[λόγος]] («εἰ οὖν πῃ ἔχεις συμβαλεῖν τὴν Κρατύλου μαντείαν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ὡς ἡ ἐμὴ [[μαντεία]]» — όπως [[προλέγω]], όπως [[προφητεύω]] εγώ (<b>Πλάτ.</b>).
|mltxt=η (AM [[μαντεία]], Α επικ. τ. [[μαντείη]], ιων. τ. [[μαντηΐη]], Μ και [[μαντειά]]) [[μαντεύω]]<br /><b>1.</b> το να προλέγει [[κάποιος]] αυτά που πρόκειται να συμβούν ή να αποκαλύπτει τα άγνωστα, η προφητική [[δύναμη]], η [[μαντική]] [[ιδιότητα]], η [[μαντική]] [[τέχνη]] («μαντείας... δεῖται ὅ,τι ποτὲ λέγεις», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> οι προφητείες, οι χρησμοί, οι εξηγήσεις τών σημείων<br /><b>μσν.</b><br />μαγική [[πράξη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[τρόπος]] με τον οποίο δινόταν ο [[χρησμός]] («ἡ δὲ [[μαντηΐη]] ἥ τε ἐν Θήβῃσι τῇσι Αἰγυπτίῃσι καὶ ἐν Δωδώνῃ παραπλήσιαι ἀλλῄλησι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εικασία]], [[πιθανολογία]], [[υπόθεση]] («τον γε [[ἄνευ]] πείρας αἱρούμενον μαντείᾳ μᾶλλον ἢ κρίσει τἀληθὲς ἀναζητοῦντα», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> σκοτεινή [[έκφραση]], [[δυσνόητος]] [[λόγος]] («εἰ οὖν πῃ ἔχεις συμβαλεῖν τὴν Κρατύλου μαντείαν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ὡς ἡ ἐμὴ [[μαντεία]]» — όπως [[προλέγω]], όπως [[προφητεύω]] εγώ (<b>Πλάτ.</b>).
}}
{{trml
|trtx====[[oracular response]]===
Bulgarian: пророчество; Esperanto: oraklo; French: [[oracle]]; German: [[Orakel]], [[Orakelspruch]]; Greek: [[χρησμός]]; Ancient Greek: [[χρησμός]], [[χρησμῳδία‎‎]], [[χρηστήριον‎‎]], [[μαντεῖον‎‎]], [[μαντηΐη‎‎]], [[μαντείη‎‎]]; Hungarian: jóslat; Icelandic: véfrétt, goðsvar; Irish: oracal; Italian: [[oracolo]], [[divinazione]]; Latin: [[fatus]]; Portuguese: [[oráculo]]; Russian: [[прорицание]]; Turkish: ırık, ırım
===[[divination]]===
Bulgarian: предсказване; Catalan: endevinació; Chinese Mandarin: 卜筮, 占卜, 卜卦; Czech: věštba, věštění; Ewe: afakaka; Finnish: ennustaminen; French: [[divination]]; Galician: adivinación; German: [[Wahrsagerei]], [[Wahrsagen]]; Greek: [[μαντεία]]; Ancient Greek: [[ἀφητορεία]], [[μαντεία]], [[μαντείη]], [[μαντηΐη]], [[μαντική]], [[μαντευτική]]; Hungarian: jövendölés; Indonesian: ramal, tenung; Irish: fáistine; Italian: [[divinazione]]; Japanese: 占い; Korean: 점(占), 복점(卜占); Latin: [[divinatio]]; Maori: niu; Ottoman Turkish: كبزه‎; Polish: wróżba, wróżenie; Portuguese: [[adivinhação]], [[divinação]]; Russian: [[предсказание]], [[прорицание]], [[предвидение]]; Spanish: [[adivinación]], [[divinación]]; Swahili: ramli; Turkish: kehanet, önbili
}}
}}

Latest revision as of 21:03, 23 January 2024

Greek Monolingual

η (AM μαντεία, Α επικ. τ. μαντείη, ιων. τ. μαντηΐη, Μ και μαντειά) μαντεύω
1. το να προλέγει κάποιος αυτά που πρόκειται να συμβούν ή να αποκαλύπτει τα άγνωστα, η προφητική δύναμη, η μαντική ιδιότητα, η μαντική τέχνη («μαντείας... δεῖται ὅ,τι ποτὲ λέγεις», Πλάτ.)
2. συν. στον πληθ. οι προφητείες, οι χρησμοί, οι εξηγήσεις τών σημείων
μσν.
μαγική πράξη
αρχ.
1. ο τρόπος με τον οποίο δινόταν ο χρησμός («ἡ δὲ μαντηΐη ἥ τε ἐν Θήβῃσι τῇσι Αἰγυπτίῃσι καὶ ἐν Δωδώνῃ παραπλήσιαι ἀλλῄλησι», Ηρόδ.)
2. εικασία, πιθανολογία, υπόθεση («τον γε ἄνευ πείρας αἱρούμενον μαντείᾳ μᾶλλον ἢ κρίσει τἀληθὲς ἀναζητοῦντα», Λουκιαν.)
3. σκοτεινή έκφραση, δυσνόητος λόγος («εἰ οὖν πῃ ἔχεις συμβαλεῖν τὴν Κρατύλου μαντείαν», Πλάτ.)
4. φρ. «ὡς ἡ ἐμὴ μαντεία» — όπως προλέγω, όπως προφητεύω εγώ (Πλάτ.).

Translations

oracular response

Bulgarian: пророчество; Esperanto: oraklo; French: oracle; German: Orakel, Orakelspruch; Greek: χρησμός; Ancient Greek: χρησμός, χρησμῳδία‎‎, χρηστήριον‎‎, μαντεῖον‎‎, μαντηΐη‎‎, μαντείη‎‎; Hungarian: jóslat; Icelandic: véfrétt, goðsvar; Irish: oracal; Italian: oracolo, divinazione; Latin: fatus; Portuguese: oráculo; Russian: прорицание; Turkish: ırık, ırım

divination

Bulgarian: предсказване; Catalan: endevinació; Chinese Mandarin: 卜筮, 占卜, 卜卦; Czech: věštba, věštění; Ewe: afakaka; Finnish: ennustaminen; French: divination; Galician: adivinación; German: Wahrsagerei, Wahrsagen; Greek: μαντεία; Ancient Greek: ἀφητορεία, μαντεία, μαντείη, μαντηΐη, μαντική, μαντευτική; Hungarian: jövendölés; Indonesian: ramal, tenung; Irish: fáistine; Italian: divinazione; Japanese: 占い; Korean: 점(占), 복점(卜占); Latin: divinatio; Maori: niu; Ottoman Turkish: كبزه‎; Polish: wróżba, wróżenie; Portuguese: adivinhação, divinação; Russian: предсказание, прорицание, предвидение; Spanish: adivinación, divinación; Swahili: ramli; Turkish: kehanet, önbili