πολυφωνία: Difference between revisions

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polyfonia
|Transliteration C=polyfonia
|Beta Code=polufwni/a
|Beta Code=polufwni/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[variety of tones]], αὐλῶν Plu.2.1141c, cf. 674f; ὀρνέων <span class="bibl">D.S.2.56</span>; [[variety of speech]], <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>1.4.3</span>.</span>
|Definition=ἡ, [[variety of tones]], αὐλῶν Plu.2.1141c, cf. 674f; ὀρνέων [[Diodorus Siculus|D.S.]]2.56; [[variety of speech]], J.''AJ''1.4.3.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0676.png Seite 676]] ἡ, Vieltönigkeit, Plut. Symp. 5, 2 M.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0676.png Seite 676]] ἡ, Vieltönigkeit, Plut. Symp. 5, 2 M.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> [[grand nombre de voix]] <i>ou</i> de sons;<br /><b>2</b> [[parole abondante]], [[loquacité]].<br />'''Étymologie:''' [[πολύφωνος]].
}}
{{elru
|elrutext='''πολυφωνία:''' ἡ<br /><b class="num">1</b> [[многозвучность]], [[многоголосность]] (ὀρνέων Diod.; [[πολυχορδία]] καὶ π. Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[болтливость]], [[щебетание]] (λαλιὰ καὶ π. Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πολυφωνία''': ἡ, [[ποικιλία]] φωνῶν ἢ φθόγγων, αὐλῶν Πλούτ. 2. 1141C· ὀρνέων Διόδ. 2. 56· [[ποικιλία]] φωνῆς, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 1. 4, 3. 2) [[στωμυλία]], [[πολυλογία]], Πλούτ. 2. 674Ε.
|lstext='''πολυφωνία''': ἡ, [[ποικιλία]] φωνῶν ἢ φθόγγων, αὐλῶν Πλούτ. 2. 1141C· ὀρνέων Διόδ. 2. 56· [[ποικιλία]] φωνῆς, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 1. 4, 3. 2) [[στωμυλία]], [[πολυλογία]], Πλούτ. 2. 674Ε.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> grand nombre de voix <i>ou</i> de sons;<br /><b>2</b> parole abondante, loquacité.<br />'''Étymologie:''' [[πολύφωνος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ [[πολύφωνος]]<br />[[συνήχηση]], [[ποικιλία]] φωνών ή φθόγγων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μουσ.</b> α) [[μουσική]] [[σύνθεση]] στην οποία συνηχούν αρμονικά πολλές φωνές ή όργανα [[αλλά]] σε ανεξάρτητες μελωδίες<br />β) [[μουσική]] [[σύνθεση]] στην οποία η [[αρμονία]] προέρχεται από [[πολλά]] μουσικά μέρη που παίζονται ταυτόχρονα και δημιουργείται με αντιστικτική [[επεξεργασία]] ενός μουσικού κομματιού<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ύπαρξη πολλών απόψεων για το ίδιο [[θέμα]]<br /><b>μσν.</b><br />το να φωνάζει [[κανείς]] πολύ<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[πολυλογία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ποικιλία]] της φωνής, της γλώσσας, [[πολυγλωσσία]].
|mltxt=η, ΝΜΑ [[πολύφωνος]]<br />[[συνήχηση]], [[ποικιλία]] φωνών ή φθόγγων<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μουσ.</b> α) [[μουσική]] [[σύνθεση]] στην οποία συνηχούν αρμονικά πολλές φωνές ή όργανα [[αλλά]] σε ανεξάρτητες μελωδίες<br />β) [[μουσική]] [[σύνθεση]] στην οποία η [[αρμονία]] προέρχεται από [[πολλά]] μουσικά μέρη που παίζονται ταυτόχρονα και δημιουργείται με αντιστικτική [[επεξεργασία]] ενός μουσικού κομματιού<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> ύπαρξη πολλών απόψεων για το ίδιο [[θέμα]]<br /><b>μσν.</b><br />το να φωνάζει [[κανείς]] πολύ<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[πολυλογία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ποικιλία]] της φωνής, της γλώσσας, [[πολυγλωσσία]].
}}
{{elru
|elrutext='''πολυφωνία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[многозвучность]], [[многоголосность]] (ὀρνέων Diod.; [[πολυχορδία]] καὶ π. Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[болтливость]], [[щебетание]] (λαλιὰ καὶ π. Plut.).
}}
}}

Latest revision as of 07:35, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠφωνία Medium diacritics: πολυφωνία Low diacritics: πολυφωνία Capitals: ΠΟΛΥΦΩΝΙΑ
Transliteration A: polyphōnía Transliteration B: polyphōnia Transliteration C: polyfonia Beta Code: polufwni/a

English (LSJ)

ἡ, variety of tones, αὐλῶν Plu.2.1141c, cf. 674f; ὀρνέων D.S.2.56; variety of speech, J.AJ1.4.3.

German (Pape)

[Seite 676] ἡ, Vieltönigkeit, Plut. Symp. 5, 2 M.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 grand nombre de voix ou de sons;
2 parole abondante, loquacité.
Étymologie: πολύφωνος.

Russian (Dvoretsky)

πολυφωνία:
1 многозвучность, многоголосность (ὀρνέων Diod.; πολυχορδία καὶ π. Plut.);
2 болтливость, щебетание (λαλιὰ καὶ π. Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

πολυφωνία: ἡ, ποικιλία φωνῶν ἢ φθόγγων, αὐλῶν Πλούτ. 2. 1141C· ὀρνέων Διόδ. 2. 56· ποικιλία φωνῆς, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 1. 4, 3. 2) στωμυλία, πολυλογία, Πλούτ. 2. 674Ε.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ πολύφωνος
συνήχηση, ποικιλία φωνών ή φθόγγων
νεοελλ.
1. μουσ. α) μουσική σύνθεση στην οποία συνηχούν αρμονικά πολλές φωνές ή όργανα αλλά σε ανεξάρτητες μελωδίες
β) μουσική σύνθεση στην οποία η αρμονία προέρχεται από πολλά μουσικά μέρη που παίζονται ταυτόχρονα και δημιουργείται με αντιστικτική επεξεργασία ενός μουσικού κομματιού
2. μτφ. ύπαρξη πολλών απόψεων για το ίδιο θέμα
μσν.
το να φωνάζει κανείς πολύ
μσν.-αρχ.
πολυλογία
αρχ.
ποικιλία της φωνής, της γλώσσας, πολυγλωσσία.