Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐμπειρικός: Difference between revisions

From LSJ

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)«([\p{Cyrillic}\s]+)»" to "«$1»")
m (1 revision imported)
 
(7 intermediate revisions by 2 users not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=empeirikos
|Transliteration C=empeirikos
|Beta Code=e)mpeiriko/s
|Beta Code=e)mpeiriko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[experienced]], ἁλιεῖς <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>532b20</span>. Adv. -κῶς, ἔχειν τινός <span class="bibl">Id.<span class="title">GA</span>742a17</span>, cf. <span class="bibl">Alex.243</span>, etc. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> <b class="b3">οἱ ἐμπειρικοί</b> [[the Empiric school of physicians]], <span class="bibl">Cels.1</span><span class="title">Praef.</span>, <span class="bibl">Gal.<span class="title">Sect.Intr.</span>1</span>, al., <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>8.327</span>, al.; <b class="b3">ἡ -κή</b> their doctrine,= Lat. [[empirice]], <span class="bibl">Plin.<span class="title">HN</span>29.5</span>; in full, ἐ. αἵρεσις Gal. [[l.c.]]; so ἐ. ἱστορία Phld.<span class="title">Rh.</span>1.93S. Adv. <b class="b3">-κῶς</b> [[empirically]], ἰατρεύειν <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>8.204</span>, cf. Gal.15.8.</span>
|Definition=ἐμπειρική, ἐμπειρικόν,<br><span class="bld">A</span> [[experienced]], ἁλιεῖς [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''532b20. Adv. [[ἐμπειρικῶς]], ἔχειν τινός Id.''GA''742a17, cf. Alex.243, etc.<br><span class="bld">2</span> <b class="b3">οἱ ἐμπειρικοί</b> = [[the Empiric school of physicians]], Cels.1''Praef.'', Gal.''Sect.Intr.''1, al., S.E.''M.''8.327, al.; <b class="b3">ἡ ἐμπειρική</b> their [[doctrine]], = Lat. [[empirice]], Plin.''HN''29.5; in full, ἐ. αἵρεσις Gal. [[l.c.]]; so ἐ. ἱστορία Phld.''Rh.''1.93S. Adv. [[ἐμπειρικῶς]] = [[empirically]], [[ἰατρεύειν]] S.E.''M.''8.204, cf. Gal.15.8.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[experto]], [[experimentado]] ἁλιεῖς Arist.<i>HA</i> 532<sup>b</sup>20.<br /><b class="num">2</b> [[que se basa en los datos de la experiencia]], [[empírico]] [[δύναμις]] ἐ. capacidad de investigación empírica</i> dicho del historiador Timeo, Plb.12.27a.3, cf. Procl.<i>in Euc</i>.p.26.5, 30.14, ἱστορία Phld.<i>Rh</i>.2.155Aur., ἐμπειρικὰ ὑπομνήματα tít. de una obra perdida de Sexto Empírico, S.E.<i>M</i>.1.61<br /><b class="num"></b>subst. οἱ τῶν φιλοσόφων ... οἱ ... ἐμπειρικοί los filósofos empíricos</i> entre los que se cuenta a Demócrito, Democr.B 10b.<br /><b class="num">3</b> medic. [[empírico]], [[que sigue los postulados de la escuela empírica]] σημείωσιν ἐνπε[ιρική] ν diagnosis empírica</i> Archibius (?) en <i>Chirurg.Fr.Pap</i>.2.2.4, cf. Gal.15.830, <i>factio ab experimentis se cognominans empiricen</i> Plin.<i>HN</i> 29.5, [[αἵρεσις]] Gal.<i>Subf.Emp</i>.36, ἰατρός ἐ. médico de la escuela empírica</i>, médico empírico</i> D.L.5.94, 9.116<br /><b class="num">•</b>como apelativo Σέξτος ὁ ἐ. dicho de Sexto Empírico, D.L.9.116, cf. <i>CIRB</i> 655 (Panticapeo II d.C.)<br /><b class="num">•</b>frec. plu. οἱ ἐμπειρικοί [[los empíricos]], [[los médicos de la escuela empírica]] Cels.proem.10, Plu.2.908a, οἱ ἐμπειρικοὺς ἑαυτοὺς ὀνομάζοντες Gal.15.454, cf. 10.31, S.E.<i>M</i>.8.327<br /><b class="num"></b>neutr. plu. [[Empírica]], [[Tratados médicos según la escuela empírica]] tít. de una obra de Diodoro médico, Plin.<i>HN</i> 20.120.<br /><b class="num">II</b> adv. [[ἐμπειρικῶς]]<br /><b class="num">1</b> [[de manera experta]] οἱ τοῖς ἐ. κεκραμένοις χρώμασι los pintores Apeles y Parrasio que con colores expertamente mezclados ...</i> [[Diodorus Siculus|D.S.]]26.fr.1.1, cf. Alex.162.<br /><b class="num">2</b> [[con conocimiento empírico o científico]] οὐ λίαν ἐ. ἔχοντες τῶν συμβαινόντων sin un conocimiento científico de los datos</i> Arist.<i>GA</i> 742<sup>a</sup>17.<br /><b class="num">3</b> [[según los postulados de la escuela empírica]], [[empíricamente]] ἰατρεύειν S.E.<i>M</i>.8.204, cf. Gal.10.117, 15.8.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0811.png Seite 811]] ή, όν, wer Erfahrungen hat u. danach handelt; ἁλιεῖς Arist. H. A. 4, 7. Bes. ein Schüler der Aerzte, die nur nach Erfahrung, nicht nach wissenschaftlichen Principien curirten, Sext. Emp. u. A. – Adv. = ἐμπείρως, B. A. 95 aus Alexis.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0811.png Seite 811]] ή, όν, wer Erfahrungen hat u. danach handelt; ἁλιεῖς Arist. H. A. 4, 7. Bes. ein Schüler der Aerzte, die nur nach Erfahrung, nicht nach wissenschaftlichen Principien curirten, Sext. Emp. u. A. – Adv. = ἐμπείρως, B. A. 95 aus Alexis.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμπειρικός:''' <b class="num">II</b> ὁ [[эмпирик]] (врач «[[эмпирической]]» школы, отрицавшей необходимость и возможность теоретического познания болезней и рекомендовавшей руководствоваться в их лечении только практикой) Sext.<br />имеющий опыт, опытный (ἁλιεῖς Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐμπειρικός''': -ή, -όν, πεπειραμένος, ἁλιεῖς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 7, 14. 2) οἱ ἐμπειρικοί, [[αἵρεσις]] ἰατρῶν, οἵτινες ἰσχυρίζοντο ὅτι τὸ μόνον [[ἀναγκαῖον]] [[πρᾶγμα]] εἰς τὴν τέχνην των ἦτο ἡ πρακτικὴ [[γνῶσις]] καὶ ἄσκησις (ἡ ἐμπειρική)· ἴδε Πλάτ. Νόμ. 857C, Γαλην. 2. 286 κἑξ., Κέλσ. 1, προοιμ., Πλίν. Η. Ν. 29. 1, Φαβρίκιου Προλεγόμενα εἰς Σέξτ. Ἐμπ. - Ἐπίρρ. -κῶς, ἀντὶ τοῦ ἐμπείρως, Ἄλεξις ἐν «Ὕπνῳ» 4, κλ.· ἐμπ. ἔχει τινὸς Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. Α. 2. 6. 7.
|lstext='''ἐμπειρικός''': -ή, -όν, πεπειραμένος, ἁλιεῖς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 7, 14. 2) οἱ ἐμπειρικοί, [[αἵρεσις]] ἰατρῶν, οἵτινες ἰσχυρίζοντο ὅτι τὸ μόνον [[ἀναγκαῖον]] [[πρᾶγμα]] εἰς τὴν τέχνην των ἦτο ἡ πρακτικὴ [[γνῶσις]] καὶ ἄσκησις (ἡ ἐμπειρική)· ἴδε Πλάτ. Νόμ. 857C, Γαλην. 2. 286 κἑξ., Κέλσ. 1, προοιμ., Πλίν. Η. Ν. 29. 1, Φαβρίκιου Προλεγόμενα εἰς Σέξτ. Ἐμπ. - Ἐπίρρ. -κῶς, ἀντὶ τοῦ ἐμπείρως, Ἄλεξις ἐν «Ὕπνῳ» 4, κλ.· ἐμπ. ἔχει τινὸς Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. Α. 2. 6. 7.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[experto]], [[experimentado]] ἁλιεῖς Arist.<i>HA</i> 532<sup>b</sup>20.<br /><b class="num">2</b> [[que se basa en los datos de la experiencia]], [[empírico]] [[δύναμις]] ἐ. capacidad de investigación empírica</i> dicho del historiador Timeo, Plb.12.27a.3, cf. Procl.<i>in Euc</i>.p.26.5, 30.14, ἱστορία Phld.<i>Rh</i>.2.155Aur., ἐμπειρικὰ ὑπομνήματα tít. de una obra perdida de Sexto Empírico, S.E.<i>M</i>.1.61<br /><b class="num">•</b>subst. οἱ τῶν φιλοσόφων ... οἱ ... ἐμπειρικοί los filósofos empíricos</i> entre los que se cuenta a Demócrito, Democr.B 10b.<br /><b class="num">3</b> medic. [[empírico]], [[que sigue los postulados de la escuela empírica]] σημείωσιν ἐνπε[ιρική] ν diagnosis empírica</i> Archibius (?) en <i>Chirurg.Fr.Pap</i>.2.2.4, cf. Gal.15.830, <i>factio ab experimentis se cognominans empiricen</i> Plin.<i>HN</i> 29.5, [[αἵρεσις]] Gal.<i>Subf.Emp</i>.36, ἰατρός ἐ. médico de la escuela empírica</i>, médico empírico</i> D.L.5.94, 9.116<br /><b class="num">•</b>como apelativo Σέξτος ὁ ἐ. dicho de Sexto Empírico, D.L.9.116, cf. <i>CIRB</i> 655 (Panticapeo II d.C.)<br /><b class="num">•</b>frec. plu. οἱ ἐμπειρικοί [[los empíricos]], [[los médicos de la escuela empírica]] Cels.proem.10, Plu.2.908a, οἱ ἐμπειρικοὺς ἑαυτοὺς ὀνομάζοντες Gal.15.454, cf. 10.31, S.E.<i>M</i>.8.327<br /><b class="num">•</b>neutr. plu. [[Empírica]], [[Tratados médicos según la escuela empírica]] tít. de una obra de Diodoro médico, Plin.<i>HN</i> 20.120.<br /><b class="num">II</b> adv. -ῶς<br /><b class="num">1</b> [[de manera experta]] οἱ τοῖς ἐ. κεκραμένοις χρώμασι los pintores Apeles y Parrasio que con colores expertamente mezclados ...</i> D.S.26.fr.1.1, cf. Alex.162.<br /><b class="num">2</b> [[con conocimiento empírico o científico]] οὐ λίαν ἐ. ἔχοντες τῶν συμβαινόντων sin un conocimiento científico de los datos</i> Arist.<i>GA</i> 742<sup>a</sup>17.<br /><b class="num">3</b> [[según los postulados de la escuela empírica]], [[empíricamente]] ἰατρεύειν S.E.<i>M</i>.8.204, cf. Gal.10.117, 15.8.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐμπειρικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει αποκτήσει γνώσεις με την [[πείρα]], [[έμπειρος]], [[πεπειραμένος]]<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]] για γιατρό) [[εκείνος]] που έχει πρακτικές γνώσεις και εφαρμόζει πρακτικές μεθόδους [[χωρίς]] να διαθέτει επιστημονική [[συγκρότηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για τύπους, κανόνες κ.λπ. της φυσικής και της χημείας) αυτός που βασίζεται αποκλειστικά σε πειραματικά δεδομένα και όχι στη [[θεωρία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[εμπειρικός]] [[τύπος]]» — ο [[χημικός]] [[τύπος]] που παριστάνει το [[είδος]] τών ατόμων και την αριθμητική [[σχέση]] [[μεταξύ]] τους ([[χωρίς]] να παριστά και τον ακριβή αριθμό τών ατόμων)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «Εμπειρική Σχολή» <br />α) η φιλοσοφική [[σχολή]] που δέχεται την [[εμπειριοκρατία]]<br />β) η Σχολή τών γιατρών από το 2ο μ.Χ. αιώνα που απέρριπταν την επιστημονική [[διάγνωση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ Ἐμπειρική</i><br />η πρακτική [[γνώση]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐμπειρικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει αποκτήσει γνώσεις με την [[πείρα]], [[έμπειρος]], [[πεπειραμένος]]<br /><b>2.</b> ([[κυρίως]] για γιατρό) [[εκείνος]] που έχει πρακτικές γνώσεις και εφαρμόζει πρακτικές μεθόδους [[χωρίς]] να διαθέτει επιστημονική [[συγκρότηση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για τύπους, κανόνες κ.λπ. της φυσικής και της χημείας) αυτός που βασίζεται αποκλειστικά σε πειραματικά δεδομένα και όχι στη [[θεωρία]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[εμπειρικός]] [[τύπος]]» — ο [[χημικός]] [[τύπος]] που παριστάνει το [[είδος]] τών ατόμων και την αριθμητική [[σχέση]] [[μεταξύ]] τους ([[χωρίς]] να παριστά και τον ακριβή αριθμό τών ατόμων)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «Εμπειρική Σχολή» <br />α) η φιλοσοφική [[σχολή]] που δέχεται την [[εμπειριοκρατία]]<br />β) η Σχολή τών γιατρών από το 2ο μ.Χ. αιώνα που απέρριπταν την επιστημονική [[διάγνωση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ Ἐμπειρική</i><br />η πρακτική [[γνώση]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐμπειρικός:''' <b class="num">II</b> ὁ эмпирик (врач «[[эмпирической]]» школы, отрицавшей необходимость и возможность теоретического познания болезней и рекомендовавшей руководствоваться в их лечении только практикой) Sext.<br />имеющий опыт, опытный (ἁλιεῖς Arst.).
}}
}}

Latest revision as of 14:24, 11 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπειρικός Medium diacritics: ἐμπειρικός Low diacritics: εμπειρικός Capitals: ΕΜΠΕΙΡΙΚΟΣ
Transliteration A: empeirikós Transliteration B: empeirikos Transliteration C: empeirikos Beta Code: e)mpeiriko/s

English (LSJ)

ἐμπειρική, ἐμπειρικόν,
A experienced, ἁλιεῖς Arist.HA532b20. Adv. ἐμπειρικῶς, ἔχειν τινός Id.GA742a17, cf. Alex.243, etc.
2 οἱ ἐμπειρικοί = the Empiric school of physicians, Cels.1Praef., Gal.Sect.Intr.1, al., S.E.M.8.327, al.; ἡ ἐμπειρική their doctrine, = Lat. empirice, Plin.HN29.5; in full, ἐ. αἵρεσις Gal. l.c.; so ἐ. ἱστορία Phld.Rh.1.93S. Adv. ἐμπειρικῶς = empirically, ἰατρεύειν S.E.M.8.204, cf. Gal.15.8.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1experto, experimentado ἁλιεῖς Arist.HA 532b20.
2 que se basa en los datos de la experiencia, empírico δύναμις ἐ. capacidad de investigación empírica dicho del historiador Timeo, Plb.12.27a.3, cf. Procl.in Euc.p.26.5, 30.14, ἱστορία Phld.Rh.2.155Aur., ἐμπειρικὰ ὑπομνήματα tít. de una obra perdida de Sexto Empírico, S.E.M.1.61
subst. οἱ τῶν φιλοσόφων ... οἱ ... ἐμπειρικοί los filósofos empíricos entre los que se cuenta a Demócrito, Democr.B 10b.
3 medic. empírico, que sigue los postulados de la escuela empírica σημείωσιν ἐνπε[ιρική] ν diagnosis empírica Archibius (?) en Chirurg.Fr.Pap.2.2.4, cf. Gal.15.830, factio ab experimentis se cognominans empiricen Plin.HN 29.5, αἵρεσις Gal.Subf.Emp.36, ἰατρός ἐ. médico de la escuela empírica, médico empírico D.L.5.94, 9.116
como apelativo Σέξτος ὁ ἐ. dicho de Sexto Empírico, D.L.9.116, cf. CIRB 655 (Panticapeo II d.C.)
frec. plu. οἱ ἐμπειρικοί los empíricos, los médicos de la escuela empírica Cels.proem.10, Plu.2.908a, οἱ ἐμπειρικοὺς ἑαυτοὺς ὀνομάζοντες Gal.15.454, cf. 10.31, S.E.M.8.327
neutr. plu. Empírica, Tratados médicos según la escuela empírica tít. de una obra de Diodoro médico, Plin.HN 20.120.
II adv. ἐμπειρικῶς
1 de manera experta οἱ τοῖς ἐ. κεκραμένοις χρώμασι los pintores Apeles y Parrasio que con colores expertamente mezclados ... D.S.26.fr.1.1, cf. Alex.162.
2 con conocimiento empírico o científico οὐ λίαν ἐ. ἔχοντες τῶν συμβαινόντων sin un conocimiento científico de los datos Arist.GA 742a17.
3 según los postulados de la escuela empírica, empíricamente ἰατρεύειν S.E.M.8.204, cf. Gal.10.117, 15.8.

German (Pape)

[Seite 811] ή, όν, wer Erfahrungen hat u. danach handelt; ἁλιεῖς Arist. H. A. 4, 7. Bes. ein Schüler der Aerzte, die nur nach Erfahrung, nicht nach wissenschaftlichen Principien curirten, Sext. Emp. u. A. – Adv. = ἐμπείρως, B. A. 95 aus Alexis.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπειρικός: IIэмпирик (врач «эмпирической» школы, отрицавшей необходимость и возможность теоретического познания болезней и рекомендовавшей руководствоваться в их лечении только практикой) Sext.
имеющий опыт, опытный (ἁλιεῖς Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπειρικός: -ή, -όν, πεπειραμένος, ἁλιεῖς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 7, 14. 2) οἱ ἐμπειρικοί, αἵρεσις ἰατρῶν, οἵτινες ἰσχυρίζοντο ὅτι τὸ μόνον ἀναγκαῖον πρᾶγμα εἰς τὴν τέχνην των ἦτο ἡ πρακτικὴ γνῶσις καὶ ἄσκησις (ἡ ἐμπειρική)· ἴδε Πλάτ. Νόμ. 857C, Γαλην. 2. 286 κἑξ., Κέλσ. 1, προοιμ., Πλίν. Η. Ν. 29. 1, Φαβρίκιου Προλεγόμενα εἰς Σέξτ. Ἐμπ. - Ἐπίρρ. -κῶς, ἀντὶ τοῦ ἐμπείρως, Ἄλεξις ἐν «Ὕπνῳ» 4, κλ.· ἐμπ. ἔχει τινὸς Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. Α. 2. 6. 7.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐμπειρικός, -ή, -όν)
1. αυτός που έχει αποκτήσει γνώσεις με την πείρα, έμπειρος, πεπειραμένος
2. (κυρίως για γιατρό) εκείνος που έχει πρακτικές γνώσεις και εφαρμόζει πρακτικές μεθόδους χωρίς να διαθέτει επιστημονική συγκρότηση
νεοελλ.
1. (για τύπους, κανόνες κ.λπ. της φυσικής και της χημείας) αυτός που βασίζεται αποκλειστικά σε πειραματικά δεδομένα και όχι στη θεωρία
2. φρ. «εμπειρικός τύπος» — ο χημικός τύπος που παριστάνει το είδος τών ατόμων και την αριθμητική σχέση μεταξύ τους (χωρίς να παριστά και τον ακριβή αριθμό τών ατόμων)
3. φρ. «Εμπειρική Σχολή»
α) η φιλοσοφική σχολή που δέχεται την εμπειριοκρατία
β) η Σχολή τών γιατρών από το 2ο μ.Χ. αιώνα που απέρριπταν την επιστημονική διάγνωση
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ Ἐμπειρική
η πρακτική γνώση.