κατατρύω: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katatryo
|Transliteration C=katatryo
|Beta Code=katatru/w
|Beta Code=katatru/w
|Definition== [[κατατρύχω]] ([[wear out]], [[exhaust]]), in ''Med.'', κατατρύσαιο δὲ γυῖα Nic. ''Al.'' 593 ; — ''Pass., pf. inf.'' -τετρῦσθαι prob. l. in X. ''Cyr.'' 5.44.6.
|Definition== [[κατατρύχω]] ([[wear out]], [[exhaust]]), in ''Med.'', κατατρύσαιο δὲ γυῖα Nic. ''Al.'' 593 ; — ''Pass., pf. inf.'' -τετρῦσθαι prob. l. in [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]'' 5.44.6.
}}
{{ls
|lstext='''κατατρύω''': τῷ προηγ., ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, κατατρύσαιο δὲ γυῖα Νικ. Ἀλεξ. 606· ὁ Σχολ. «κατισχνῶσαι τὰ [[μέλη]], ἐξαντλῆσαι»·- ἐν Ξεν. Κύρ. 5. 4, 6: παθ. πρκμ., ἦσαν [[μάλα]] πιεζόμενοι διὰ τὸ κατατετρῦσθαι ὑπὸ τῆς πορείας, ἐκ διορθώσεως τοῦ Ἑρρ Στεφ., ὁ δὲ Σνεΐδερος οὐχὶ ἀπιθάνως εἴκασε, κατατετάσθαι.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[κατατρύχω]].
|btext=<i>c.</i> [[κατατρύχω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-τρύω afmatten.
}}
{{pape
|ptext== [[κατατρύχω]]; κατατρύσαιο δὲ γυῖα Nic. <i>Al</i>. 592.
}}
{{elru
|elrutext='''κατατρύω:''' [[изнурять]], [[утомлять]] (τὸ κατατετρῦσθαι ὑπὸ τῆς πορείας Xen.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 28:
|lsmtext='''κατατρύω:''' = το προηγ. — Παθ., απαρ. παρακ. <i>κατατετρῦσθαι</i>, σε Ξεν.
|lsmtext='''κατατρύω:''' = το προηγ. — Παθ., απαρ. παρακ. <i>κατατετρῦσθαι</i>, σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κατατρύω:''' [[изнурять]], [[утомлять]] (τὸ κατατετρῦσθαι ὑπὸ τῆς πορείας Xen.).
|lstext='''κατατρύω''': τῷ προηγ., ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, κατατρύσαιο δὲ γυῖα Νικ. Ἀλεξ. 606· ὁ Σχολ. «κατισχνῶσαι τὰ [[μέλη]], ἐξαντλῆσαι»·- ἐν Ξεν. Κύρ. 5. 4, 6: παθ. πρκμ., ἦσαν [[μάλα]] πιεζόμενοι διὰ τὸ κατατετρῦσθαι ὑπὸ τῆς πορείας, ἐκ διορθώσεως τοῦ Ἑρρ Στεφ., ὁ δὲ Σνεΐδερος οὐχὶ ἀπιθάνως εἴκασε, κατατετάσθαι.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-τρύω afmatten.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt== κατατρύ¯χω, Xen.] Pass., perf. inf. κατατετρῦσθαι
|mdlsjtxt== κατατρύ¯χω, Xen.] Pass., perf. inf. κατατετρῦσθαι
}}
}}

Latest revision as of 09:16, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατατρύω Medium diacritics: κατατρύω Low diacritics: κατατρύω Capitals: ΚΑΤΑΤΡΥΩ
Transliteration A: katatrýō Transliteration B: katatryō Transliteration C: katatryo Beta Code: katatru/w

English (LSJ)

= κατατρύχω (wear out, exhaust), in Med., κατατρύσαιο δὲ γυῖα Nic. Al. 593 ; — Pass., pf. inf. -τετρῦσθαι prob. l. in X.Cyr. 5.44.6.

French (Bailly abrégé)

c. κατατρύχω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-τρύω afmatten.

German (Pape)

κατατρύχω; κατατρύσαιο δὲ γυῖα Nic. Al. 592.

Russian (Dvoretsky)

κατατρύω: изнурять, утомлять (τὸ κατατετρῦσθαι ὑπὸ τῆς πορείας Xen.).

Greek Monolingual

κατατρύω (Α)
1. μέσ. κατατρύομαι
κατατρύχω, εξαντλώ, αδυνατίζω
2. παθ. εξαντλούμαι από κάτι («κατατετρῡσθαι ὑπὸ τῆς πορείας», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + τρύω «εξαντλώ, βασανίζω»].

Greek Monotonic

κατατρύω: = το προηγ. — Παθ., απαρ. παρακ. κατατετρῦσθαι, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

κατατρύω: τῷ προηγ., ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, κατατρύσαιο δὲ γυῖα Νικ. Ἀλεξ. 606· ὁ Σχολ. «κατισχνῶσαι τὰ μέλη, ἐξαντλῆσαι»·- ἐν Ξεν. Κύρ. 5. 4, 6: παθ. πρκμ., ἦσαν μάλα πιεζόμενοι διὰ τὸ κατατετρῦσθαι ὑπὸ τῆς πορείας, ἐκ διορθώσεως τοῦ Ἑρρ Στεφ., ὁ δὲ Σνεΐδερος οὐχὶ ἀπιθάνως εἴκασε, κατατετάσθαι.

Middle Liddell

= κατατρύ¯χω, Xen.] Pass., perf. inf. κατατετρῦσθαι