τριστάτης: Difference between revisions
From LSJ
οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good
m (LSJ1 replacement) |
|||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tristatis | |Transliteration C=tristatis | ||
|Beta Code=trista/ths | |Beta Code=trista/ths | ||
|Definition=[ᾰ], ου, ὁ, | |Definition=[ᾰ], ου, ὁ, [[one who stands next to the king and queen]], [[vizier]], [[LXX]] ''4 Ki.''7.2, al., cf. [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[ανώτατος]] [[αξιωματούχος]], [[αμέσως]] [[μετά]] τον βασιλιά και τη [[βασίλισσα]]<br /><b>2.</b> αυτός που κατέχει την [[τρίτη]] [[θέση]] στην [[ιεραρχία]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κεντυρίων]], [[εκατόνταρχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[στάτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἵστημι]]), | |mltxt=ὁ, ΜΑ<br /><b>1.</b> [[ανώτατος]] [[αξιωματούχος]], [[αμέσως]] [[μετά]] τον βασιλιά και τη [[βασίλισσα]]<br /><b>2.</b> αυτός που κατέχει την [[τρίτη]] [[θέση]] στην [[ιεραρχία]]<br /><b>μσν.</b><br />[[κεντυρίων]], [[εκατόνταρχος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[στάτης]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἵστημι]]), [[πρβλ]]. [[τριτοστάτης]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:11, 25 August 2023
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ, one who stands next to the king and queen, vizier, LXX 4 Ki.7.2, al., cf. Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
τριστάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, ὁ ἀμέσως μετὰ τὸν βασιλέα καὶ τὴν βασίλισσαν, πρωθυπουργός, Τουρκ. «βεζίρης», Ἑβδ. (Δ΄ Βασ. Ζ΄, 2, πρβλ. Δαν. Ε΄, 29). - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 29.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
1. ανώτατος αξιωματούχος, αμέσως μετά τον βασιλιά και τη βασίλισσα
2. αυτός που κατέχει την τρίτη θέση στην ιεραρχία
μσν.
κεντυρίων, εκατόνταρχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -στάτης (< ἵστημι), πρβλ. τριτοστάτης].