καλλιτεχνία: Difference between revisions

From LSJ

οὗτος μὲν ὁ πιθανώτερος τῶν λόγων εἴρηται, δεῖ δὲ καὶ τὸν ἧσσον πιθανόν, ἐπεί γε δὴ λέγεται, ῥηθῆναι → this is the most credible of the stories told; but I must relate the less credible tale also, since they tell it

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (1 revision imported)
 
(9 intermediate revisions by 2 users not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kallitechnia
|Transliteration C=kallitechnia
|Beta Code=kallitexni/a
|Beta Code=kallitexni/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[beauty of workmanship]], <span class="bibl">Plu.<span class="title">Per.</span>13</span>, <span class="bibl">Ath. 5.191b</span>.</span>
|Definition=ἡ, [[beauty of workmanship]], Plu.''Per.''13, Ath. 5.191b.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1311.png Seite 1311]] ἡ, Schönheit der Kunstarbeit, Plut. Pericl. 13 u. a. Sp., auch Kunstgeschicklichkeit.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1311.png Seite 1311]] ἡ, [[Schönheit]] der [[Kunstarbeit]], Plut. Pericl. 13 u. a. Sp., auch [[Kunstgeschicklichkeit]].
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''καλλιτεχνία''': ἡ, [[κομψότης]], ἡ [[τελειότης]] τῆς τέχνης, Πλουτ. Περικλ. 13, Ἀθήν. 191Β.
|btext=ας (ἡ) :<br />[[beauté d'un travail]].<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[τέχνη]].
}}
{{elnl
|elnltext=καλλιτεχνία -ας, ἡ &#91;[[καλός]], [[τέχνη]]] [[goed vakmanschap]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ας (ἡ) :<br />beauté d’un travail.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[τέχνη]].
|elrutext='''καλλιτεχνία:''' [[прекрасное искусство]], [[высокое мастерство]] Plut.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''καλλιτεχνία:''' ἡ ([[τέχνη]]), [[τελειότητα]] της τέχνης, σε Πλούτ.
|lsmtext='''καλλιτεχνία:''' ἡ ([[τέχνη]]), [[τελειότητα]] της τέχνης, σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καλλιτεχνία:''' ἡ [[прекрасное искусство]], [[высокое мастерство]] Plut.
|lstext='''καλλιτεχνία''': , [[κομψότης]], [[τελειότης]] τῆς τέχνης, Πλουτ. Περικλ. 13, Ἀθήν. 191Β.
}}
{{elnl
|elnltext=καλλιτεχνία -ας, ἡ [καλός, τέχνη] goed vakmanschap.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[καλλι]]-τεχνία, ἡ, [[τέχνη]]<br />[[beauty]] of [[workmanship]], Plut.
|mdlsjtxt=[[καλλι]]-τεχνία, ἡ, [[τέχνη]]<br />[[beauty]] of [[workmanship]], Plut.
}}
}}

Latest revision as of 12:01, 10 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλῐτεχνία Medium diacritics: καλλιτεχνία Low diacritics: καλλιτεχνία Capitals: ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΑ
Transliteration A: kallitechnía Transliteration B: kallitechnia Transliteration C: kallitechnia Beta Code: kallitexni/a

English (LSJ)

ἡ, beauty of workmanship, Plu.Per.13, Ath. 5.191b.

German (Pape)

[Seite 1311] ἡ, Schönheit der Kunstarbeit, Plut. Pericl. 13 u. a. Sp., auch Kunstgeschicklichkeit.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
beauté d'un travail.
Étymologie: καλός, τέχνη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλιτεχνία -ας, ἡ [καλός, τέχνη] goed vakmanschap.

Russian (Dvoretsky)

καλλιτεχνία:прекрасное искусство, высокое мастерство Plut.

Greek Monolingual

η (Α καλλιτεχνία) καλλιτέχνης
η επιμελημένη και καλαίσθητη εργασία
νεοελλ.
1. το έργο του καλλιτέχνη, η άσκηση τών καλών τεχνών («αφοσιώθηκε στην καλλιτεχνία»)
2. το σύνολο τών καλών τεχνών («ιστορία της καλλιτεχνίας»).

Greek Monotonic

καλλιτεχνία: ἡ (τέχνη), τελειότητα της τέχνης, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

καλλιτεχνία: ἡ, κομψότης, ἡ τελειότης τῆς τέχνης, Πλουτ. Περικλ. 13, Ἀθήν. 191Β.

Middle Liddell

καλλι-τεχνία, ἡ, τέχνη
beauty of workmanship, Plut.