χίδρυ: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft

Menander, Monostichoi, 265
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chidry
|Transliteration C=chidry
|Beta Code=xi/dru
|Beta Code=xi/dru
|Definition=<b class="b3">ὄνομα δειλόν</b>, Hsch.
|Definition=ὄνομα δειλόν, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=(τό) :<br />τὸ [[αἰδοῖον]] (Hsch).<br />'''Étymologie:''' pê apparenté à [[χῖδρον]] (on aurait alors la même métaphore que pour [[κριθή]]) - une autre glose d'Hsch rapproche de la « barbe hérissée de l’épi de blé » (cf. ἄρκηλα, [[βρύσσος]]).
|btext=(τό) :<br />τὸ [[αἰδοῖον]] (Hsch).<br />'''Étymologie:''' pê apparenté à [[χῖδρον]] (on aurait alors la même métaphore que pour [[κριθή]]) - une autre glose d'Hsch rapproche de la « barbe hérissée de l'épi de blé » (cf. ἄρκηλα, [[βρύσσος]]).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ὄνομα]] δειλόν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. λ. του καθημερινού λαϊκού λεξιλογίου, η [[ακριβής]] σημ. της οποίας δεν [[είναι]] γνωστή. Η λ. [[χίδρυ]] από μορφολογική [[άποψη]] θυμίζει τον τ. [[χῖδρον]] «χλωρό [[σιτάρι]]». Παρλλ. υπάρχει μια [[σειρά]] τ. του <b>Ησύχ.</b>: [[χίδαλον]], [[χίδαδον]], [[χιδά]], [[χιδαλέον]], οι οποίοι θα μπορούσαν πιθ. να θεωρηθούν συγγενείς. Στην [[περίπτωση]] αυτή, οι σημ. τών [[χίδαλον]]<br /><i>ἀντὶ τοῦ</i> <span style="color: red;"><</span> [[κίδαλον]]>- τὸ [[αἰδοῖον]] και [[χίδαδον]]<br />τὸ [[παιδίον]] θα οδηγούσαν στο [[συμπέρασμα]] ότι ο τ. [[χίδρυ]] έχει σημ. με σεξουαλικά υπονοούμενα (για τη [[σχέση]] μιας τέτοιας σημ. με τη σημ. «[[σιτάρι]]» του τ. [[χῖδρον]] <b>πρβλ.</b> τη [[χρήση]] της λ. [[κριθή]] για να δηλωθεί το ανδρικό [[μόριο]]). Η [[σύνδεση]] τών τ. [[χιδά]]<br /><i>φρικτή</i> και [[χιδαλέον]]·...<i>πεφρικός</i> με τους υπόλοιπους τ. και με τη λ. [[χῖδρον]] «[[σιτάρι]]» μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο με μια [[αναφορά]] στα ανορθωμένα στάχια του σιταριού, η οποία θα εξηγούσε πιθ. τις σημ. τών [[παραπάνω]] τ. «φρικτή» και «ανορθωμένος». Η [[σύνδεση]], [[τέλος]], τών τ. αυτών με τον τ. του <b>Ησύχ.</b> [[κίδαλον]]<br />[[κρόμμυον]] [[είναι]] [[μάλλον]] παρετυμολογική].
|mltxt=Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ὄνομα]] δειλόν».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. λ. του καθημερινού λαϊκού λεξιλογίου, η [[ακριβής]] σημ. της οποίας δεν [[είναι]] γνωστή. Η λ. [[χίδρυ]] από μορφολογική [[άποψη]] θυμίζει τον τ. [[χῖδρον]] «χλωρό [[σιτάρι]]». Παρλλ. υπάρχει μια [[σειρά]] τ. του <b>Ησύχ.</b>: [[χίδαλον]], [[χίδαδον]], [[χιδά]], [[χιδαλέον]], οι οποίοι θα μπορούσαν πιθ. να θεωρηθούν συγγενείς. Στην [[περίπτωση]] αυτή, οι σημ. τών [[χίδαλον]]<br /><i>ἀντὶ τοῦ</i> <span style="color: red;"><</span> [[κίδαλον]]>- τὸ [[αἰδοῖον]] και [[χίδαδον]]<br />τὸ [[παιδίον]] θα οδηγούσαν στο [[συμπέρασμα]] ότι ο τ. [[χίδρυ]] έχει σημ. με σεξουαλικά υπονοούμενα (για τη [[σχέση]] μιας τέτοιας σημ. με τη σημ. «[[σιτάρι]]» του τ. [[χῖδρον]] <b>πρβλ.</b> τη [[χρήση]] της λ. [[κριθή]] για να δηλωθεί το ανδρικό [[μόριο]]). Η [[σύνδεση]] τών τ. [[χιδά]]<br /><i>φρικτή</i> και [[χιδαλέον]]·...<i>πεφρικός</i> με τους υπόλοιπους τ. και με τη λ. [[χῖδρον]] «[[σιτάρι]]» μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο με μια [[αναφορά]] στα ανορθωμένα στάχια του σιταριού, η οποία θα εξηγούσε πιθ. τις σημ. τών [[παραπάνω]] τ. «φρικτή» και «ανορθωμένος». Η [[σύνδεση]], [[τέλος]], τών τ. αυτών με τον τ. του <b>Ησύχ.</b> [[κίδαλον]]<br />[[κρόμμυον]] [[είναι]] [[μάλλον]] παρετυμολογική].
}}
}}

Latest revision as of 09:45, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χίδρυ Medium diacritics: χίδρυ Low diacritics: χίδρυ Capitals: ΧΙΔΡΥ
Transliteration A: chídry Transliteration B: chidry Transliteration C: chidry Beta Code: xi/dru

English (LSJ)

ὄνομα δειλόν, Hsch.

French (Bailly abrégé)

(τό) :
τὸ αἰδοῖον (Hsch).
Étymologie: pê apparenté à χῖδρον (on aurait alors la même métaphore que pour κριθή) - une autre glose d'Hsch rapproche de la « barbe hérissée de l'épi de blé » (cf. ἄρκηλα, βρύσσος).

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «ὄνομα δειλόν».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. λ. του καθημερινού λαϊκού λεξιλογίου, η ακριβής σημ. της οποίας δεν είναι γνωστή. Η λ. χίδρυ από μορφολογική άποψη θυμίζει τον τ. χῖδρον «χλωρό σιτάρι». Παρλλ. υπάρχει μια σειρά τ. του Ησύχ.: χίδαλον, χίδαδον, χιδά, χιδαλέον, οι οποίοι θα μπορούσαν πιθ. να θεωρηθούν συγγενείς. Στην περίπτωση αυτή, οι σημ. τών χίδαλον
ἀντὶ τοῦ < κίδαλον>- τὸ αἰδοῖον και χίδαδον
τὸ παιδίον θα οδηγούσαν στο συμπέρασμα ότι ο τ. χίδρυ έχει σημ. με σεξουαλικά υπονοούμενα (για τη σχέση μιας τέτοιας σημ. με τη σημ. «σιτάρι» του τ. χῖδρον πρβλ. τη χρήση της λ. κριθή για να δηλωθεί το ανδρικό μόριο). Η σύνδεση τών τ. χιδά
φρικτή και χιδαλέον·...πεφρικός με τους υπόλοιπους τ. και με τη λ. χῖδρον «σιτάρι» μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο με μια αναφορά στα ανορθωμένα στάχια του σιταριού, η οποία θα εξηγούσε πιθ. τις σημ. τών παραπάνω τ. «φρικτή» και «ανορθωμένος». Η σύνδεση, τέλος, τών τ. αυτών με τον τ. του Ησύχ. κίδαλον
κρόμμυον είναι μάλλον παρετυμολογική].