σκαρίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skarizo
|Transliteration C=skarizo
|Beta Code=skari/zw
|Beta Code=skari/zw
|Definition=(σκαίρω) [[jump]], [[throb]], [[palpitate]], <span class="bibl">Gp.20.7.4</span>: cf. [[ἀσκαρίζω]], [[σπαρίζω]].
|Definition=([[σκαίρω]]) [[jump]], [[throb]], [[palpitate]], Gp.20.7.4: cf. [[ἀσκαρίζω]], [[σπαρίζω]].
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:35, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκᾰρίζω Medium diacritics: σκαρίζω Low diacritics: σκαρίζω Capitals: ΣΚΑΡΙΖΩ
Transliteration A: skarízō Transliteration B: skarizō Transliteration C: skarizo Beta Code: skari/zw

English (LSJ)

(σκαίρω) jump, throb, palpitate, Gp.20.7.4: cf. ἀσκαρίζω, σπαρίζω.

German (Pape)

[Seite 889] springen, zappeln, zucken, wie ἀσκαρίζω, D. Sic. 1, 10 als v.l., Hesych. erkl. σκαρίζεται, ταράττεται.

Greek (Liddell-Scott)

σκᾰρίζω: (σκαίρω) πηδῶ, ἀναπηδῶ, τινάσσομαι, πάλλομαι, Γεωπ., Ἐκκλ.· πρβλ. ἀσκαρίζω, σκαρίζω. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σκαρίζεται· ταράττεται, βράζει».

Greek Monolingual

ΝΜΑ
νεοελλ.
1. (για βοσκήματα) βγαίνω σε βοσκή
2. βγάζω κοπάδι σε βοσκή
3. μτφ. διασκορπίζομαι
μσν.-αρχ.
αναπηδώ, σκιρτώὥσπερ τι μέρος ἑρπετοῦ ἔτι σκαρίζοντος», Γεωπ.)
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «σκαρίζεται
ταράσσεται
βράζει».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαρ- του ρ. σκαίρω «χοροπηδώ, χορεύω» + κατάλ. -ίζω].