φλονῖτις: Difference between revisions
From LSJ
Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ίτιδος, ἡ, ΜΑ<br /><b>πιθ.</b> [[άλλη]] [[ονομασία]] για το [[φυτό]] [[ονωνίς]] ή όνοσμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φλόνος]], [[άλλος]] τ. του [[φλόμος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ῖτις</i> ( | |mltxt=-ίτιδος, ἡ, ΜΑ<br /><b>πιθ.</b> [[άλλη]] [[ονομασία]] για το [[φυτό]] [[ονωνίς]] ή όνοσμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φλόνος]], [[άλλος]] τ. του [[φλόμος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ῖτις</i> ([[πρβλ]]. [[μηκωνῖτις]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 16:50, 11 May 2023
English (LSJ)
ιδος, ἡ, = ὄνοσμα, golden drop, Onosma echioides, Ps.-Dsc.3.131.
German (Pape)
[Seite 1293] ιδος, ἡ, eine Pflanze, sonst ὄνοσμα genannt, auch φλομῖτις geschrieben, Diosc. – Vgl. φλόμος.
Greek (Liddell-Scott)
φλονῖτις: -ιδος, ἡ, ἕτερον ὄνομα τοῦ φυτοῦ ὅπερ συνήθως λέγεται ὄνοσμα ἢ ὄνωνις, Διοσκ. 3. 137.
Greek Monolingual
-ίτιδος, ἡ, ΜΑ
πιθ. άλλη ονομασία για το φυτό ονωνίς ή όνοσμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλόνος, άλλος τ. του φλόμος + κατάλ. -ῖτις (πρβλ. μηκωνῖτις)].